Συζητήσεις για το βιβλίο "Ίχνη στο χιόνι".

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

"Ακούστε καλά τι λένε οι φοιτητές"







Κυκλοφόρησε το βιβλίο παρουσίασης της έρευνας για το φοιτητικό κίνημα του 2006-2007.
Πρόκειται για μια πολιτική εργασία που προσπαθεί να ενεργοποιήσει ξανά το εργαλείο της έρευνας για τους σκοπούς του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Έχουμε την εντύπωση ότι πολλά από τα αναπάντητα ερωτήματα που αφήνει το κομμάτι που αφορά το κεφάλαιο "Ή έρευνα όπλο για την διερεύνηση και την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού", του Ίχνη στο χιόνι, βρίσκουν απάντηση στην συγκεκριμένο βιβλίο.
Αν και το εύρος και η σημασία της συγκεκριμένης συλλογικής εργασίας, νομίζουμε ότι πάει πολύ πιο μακριά από αυτό. Φυσικά αυτό το πράγμα για να έχει ισχύ, θα πρέπει να το αντιληφθεί με αυτό τον τρόπο ένα κομμάτι του κινήματος. Γιατί αυτό το σχέδιο δεν μπορεί να κριθεί βέβαια με βάση την δική μας γνώμη γι' αυτό...
Αυτά.

(Όταν μας επιτρέψει το συνεχές τρέξιμο σε διαδηλώσεις, συζητήσεις, κλπ, θα ξαναπιάσουμε κάποια πράγματα που έχουμε αφήσει μετέωρα, από τις προηγούμενες αναρτήσεις που έχουν δημοσιευτεί. Θα συμφωνείτε βέβαια, ότι είναι μια ενδιαφέρουσα περίοδος αυτή που ζούμε σήμερα. Πράγμα που κάνει δύσκολο να ξαναπιάνεις τις εκκρεμότητες σου. Γιατί σου βάζει συνεχώς καινούργια ζητήματα. Τέλος πάντων).

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Που είναι η δάφνη;

Μια από τις αναλυτικές κατηγορίες/ σχέσεις, στις οποίες επιμένουμε σε όλη την έκταση του βιβλίου είναι η σχέση μεταξύ μορφής και περιεχομένου.
Αυτή η σχέση είναι κατά την γνώμη μας σημαντική για την ανταγωνιστική παράδοση για τους λόγους που εξηγούμε στις σχετικές παραγράφους του βιβλίου.

Αν τώρα θελήσει κάποιος να αναζητήσει την ιστορική καταγωγή της διαπραγμάτευσης αυτής της σχέσης, είναι πιθανό ότι θα φτάσει τουλάχιστον μέχρι τον Αριστοτέλη. Και πάντως θα πρέπει να διασχίσει τα περάσματα της εξέλιξης της μισής δυτικής φιλοσοφίας.
Προσωπικά, έχω συναντήσει στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου «Η προέλευση του έργου τέχνης», την βασανιστική προσπάθεια του Χάιντεγκερ να ερευνήσει εξαντλητικά τι είναι «το πραγμοειδές του πράγματος», με άξονα την σχέση ύλης και φόρμας (χοντρικά: μορφής/ περιεχομένου).
Ωστόσο, πριν κάποιους μήνες σκόνταψα πάνω στην πιο απλή (και γι’αυτό πιο διαυγή και πιο ευφυή), επεξεργασία του ζητήματος.

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από τις «Ιστορίες του κ. Κόυνερ» του Β.Β. (Μπέρτολτ Μπρεχτ).

Enjoy!


Mορφή και περιεχόμενο

Ο κ. Κόυνερ παρατηρούσε ένα πίνακα που έδινε σε μερικά αντικείμενα μια πολύ ιδιότυπη μορφή. Κι ο κ. Κόυνερ είπε: Μερικοί καλλιτέχνες όταν μελετούν τον κόσμο την παθαίνουν όπως και πολλοί φιλόσοφοι. Καθώς μοχθούν για την μορφή, τους ξεφεύγει το περιεχόμενο.
Κάποτε δούλευα σ’ ένα κηπουρό. Μια μέρα μου δίνει ένα ψαλίδι και μου λέει να κλαδέψω μια δάφνη. Τη δάφνη την είχαν μέσα σε μια γλάστρα και την δάνειζαν σε διάφορες εκδηλώσεις. Γι’αυτό κι έπρεπε νάναι στρογγυλή σαν σφαίρα. Άρχισα αμέσως να κλαδεύω τα αγριόκλαδα, παιδευόμουν ώρες ολόκληρες μα δεν κατάφερα τίποτα. Πότε κλάδευα την μια πλευρά περισσότερο, πότε την άλλη. Όταν στο τέλος κατόρθωσα να την στρογγυλέψω, η σφαίρα είχε γίνει μικρή σα σβώλος. Ο κηπουρός μου είπε απογοητευμένος. Καλά. Βλέπω την σφαίρα. Που είναι όμως η δάφνη;

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010


Οι μετανάστες και ο «χώρος»


(και κάποιες επιπλέον «λεπτομέρειες»).

Δημοσιεύω εδώ την απάντηση μου στις (περισσότερες) παρατηρήσεις της Ή.

Αγαπητή (σ+φ) Ή.,
σ’ευχαριστώ που μπήκες στον κόπο να σκεφτείς πάνω στο βιβλίο και να μου στείλεις τις παρατηρήσεις σου (αυτό το ευχαριστώ το οφείλω –εκ των προτέρων- σε όσους μπουν στον ίδιο κόπο). Ωστόσο επειδή οι παρατηρήσεις αυτές είναι αρκετές, βρίσκω πιο ουσιώδες από το να τις συζητήσω διεξοδικά όλες, να δώσω μεγαλύτερη βάση σε κάποιες από αυτές, και να αναφερθώ συνοπτικά σε κάποιες άλλες. Και επειδή κατά την γνώμη μου κάποιες είναι πιο ενδιαφέρουσες, και επειδή δεν μπορώ να συνεισφέρω εξίσου σε μια συζήτηση όλων αυτών (με την έννοια ότι δεν έχω πιάσει όλα αυτά τα ζητήματα που βάζεις σε βάθος, ούτε τα ξέρω σε βάθος), και για την οικονομία της συζήτησης. Μάλιστα δύο απ’ αυτές, η μία που αφορά αυτό που γράφεις στο Γ, σχετικά με το «πως γίνεται αφού εμείς αποτελούμε την αντίφαση και την σύγκρουση του καπιταλισμού να καταλήγουμε σε αυτό το σημείο όπου τελικά οι «αγώνες» να έχουν αφήσει ένα αποτύπωμα μάλλον θλιβερό στο μέλλον σε σχέση με το τι αποτέλεσαν», δηλαδή «να έχουν εξελίξει τον καπιταλισμό, (να) τον έχουν βελτιώσει, (να) τον έχουν εξαγριώσει» και η άλλη που αφορά το ζήτημα της εμπειρίας όπως το πιάνεις στο Η, σχετικά με το ποια είναι η εμπειρία που διαμορφώνει έναν καταπιεζόμενο σε ανταγωνιστικό υποκείμενο, αποφάσισα να τις πιάσω σε ξεχωριστά κείμενα. (Και) επειδή αξίζουν χωριστής συζήτησης, (και) για να μην χαθούν σε μια ηλεκτρονική σελίδα.
Σ’ αυτή την απάντηση δεν θα ακολουθήσω, την σειρά που παραθέτεις τις παρατηρήσεις σου. Αντίθετα θα εστιάσω σε ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που θίγεις (αυτό του σχολίου Στ, που αφορά τους μετανάστες και το «χώρο») και κατόπιν θα κάνω (με την σειρά πια) κάποια σύντομα σχόλια για τις υπόλοιπες. Αναγνωρίζοντας ότι θα πρέπει κάποιος να έχει διαβάσει το βιβλίο για να του είναι γνωστά τα πλήρη κείμενα των αποσπασμάτων, αφού στο κείμενο σου παραθέτεις μόνο τις αρχικές και τις τελικές λέξεις του κάθε αποσπάσματος.

Πάμε λοιπόν στο σχόλιο Στ.

Εδώ υποθέτεις σωστά ότι αυτό που θέλω σ’αυτό το σημείο είναι «περισσότερ να αναδείξω το ζήτημα και την προβληματικότητα της ιδεολογίας και όχι να μιλήσεω για το μεταναστευτικό». Αυτή είναι όμως η μισή αλήθεια. Πράγματι χρησιμοποιώ το μεταναστευτικό και την σχέση των πολιτικών υποκειμένων με αυτό, για να αναδείξω πόσο αφηρημένα, πόσο ιδεολογικά καταλαβαίνει και αντιμετωπίζει ο «χώρος» κάποια ζητήματα, αλλά και γιατί το κάνει αυτό, κι όχι για να αναλύσω το μεταναστευτικό ζήτημα σε κάθε πτυχή του.

Τι είναι λοιπόν αυτό αυτό που με «τρώει σε σχέση με το μεταναστευτικό και γιατί το θεωρώ τόσο κομβικό;»

Λοιπόν, αυτό που με τρώει με το μεταναστευτικό, δεν είναι ένα πράγμα, είναι πολλά.

Ι. Πρώτα απ’ όλα: το γεγονός ότι το μεταναστευτικό ζήτημα δεν αποτελεί «άλλο ένα» πρόβλημα καταστολής και «απάνθρωπης» πολιτικής του κράτους για ένα κοινωνικό καταπιεζόμενο κοινωνικό κομμάτι, αλλά αντίθετα σχετίζεται άμεσα με μια πολιτική και μια στρατηγική. Την πολιτική του ελληνικού κράτους και την στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου για την εκμετάλλευση ζωντανής εργασίας σε βαλκάνια και κεντρική ασία, μέσω της άντλησης φτηνών πρώτων υλών, της αξιοποίησης «δυναμικών» αγορών και (πάνω από όλα) της αναζήτησης πληθώρας εκμεταλλευόμενων χωρίς στοιχειώδη δικαιώματα. Καταλαβαίνεις ότι αυτή η προβληματική δεν έχει και μεγάλη σχέση με την προβληματική του «ρατσισμού» και της «καταστολής» καταπιεζόμενων κομματιών, με μια δηλαδή «ανθρωπιστική» προβληματική, που αντιμετωπίζει τους μετανάστες σαν «αδύναμους» ανθρώπους που έχουν πέσει στα νύχια του κράτους (και πρέπει «εμείς», οι αριστεροί και οι αναρχικοί, να τους σώσουμε).
Για να κάνω πιο λιανά αυτά που γράφω θα πω ένα παράδειγμα.
Σκέψου, ότι οι μετανάστες στην ελλάδα είναι κυρίως βαλκάνιοι (κατά πλειοψηφία αλβανοί) και δευτερευόντως ασιάτες (αφγανοί, πακιστανοί). Δηλαδή προέρχονται από χώρες στις οποίες έχει το ελληνικό κεφάλαιο κάνει μπίζνες, και το ελληνικό κράτος (στις περισσότερες περιπτώσεις) έχει στρατό. Αυτό μου βάζει εμένα ένα ευρύτερο ζήτημα που είχε μπει πριν καμιιά τριανταριά χρόνια και στους ιταλούς αυτόνομους: πως δηλαδή συμπλέκονται οι μεταναστευτικές ροές εργασίας με την στρατηγική του κεφαλαίου και αυτό το σύμπλεγμα, αυτή η ανταγωνιστική σχέση, αλλάζει την σύνθεση της εκμεταλλευόμενης υποκειμενικότητας. Πως δηλαδή η στρατηγική του ελληνικού κράτους να συμμετάσχει στα πολεμικά μέτωπα τόσο στα βαλκάνια, όσο και στην κεντρική ασία (ως «ειρηνευτική» δύναμη πάντα), και πως η διείσδυση και επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου στις χώρες των βαλκανίων και του πρώην ανατολικού μπλοκ, συμβάλλει στην μαζική μετανάστευση του ντόπιου πληθυσμού εδώ. Και πως αυτή η μαζική μετανάστευση άλλαζει τα ποσοτικά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τόσο των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας εδώ πέρα, όσο και την ίδια την εκμεταλλευόμενη υποκειμενικότα. Και τελικά: πως βάζει νέα προβλήματα στην δική μας, την επανασταστική στρατηγική και ποια είναι αυτά φυσικά (αυτό το τόσο σημαντικό πράγμα, θα το ξαναπιάσω παρακάτω).

ΙΙ. Δεύτερο. Όπως γράφω και στο βιβλίο, οι κινήσεις των μεταναστών, οι ροές της μεταναστευτικής εργασίας έχουν αλλάξει άρδην παραδοσιακές αντιλήψεις για το χώρο σαν ανταγωνιστική σχέση, παραδοσιακές αντιλήψεις του επαναστατικού κινήματος όπως ο διεθνισμός, κ.α.. Για παράδειγμα φαντάσου τα πλήθη των αλβανών και των άλλων βαλκάνιων που έψαχναν την περασμένη δεκαετία, για τα χιλιάδες περάσματα μέσα από τις οροσειρές και τα λαγκάδια των συνόρων της ελληνικής συνοριακής γραμμής προκειμένου να παραπλανήσουν τον ελληνικό στρατό και τους έλληνες συνοριόμπατσους. Αυτό που φωνάζαμε για χρόνια στις πορείες μας «Κάτω τα σύνορα και οι πατρίδες», αυτοί οι άνθρωποι το έκαναν καθημερινή τους πρακτική και μάλιστα συλλογικά και μαζικά. Αυτοί οι άνθρωποι δηλαδή μέσα στην πρακτική απόδρασης τους από τις φυλακές, από την κλειστότητα (κι εσύ ξέρεις καλύτερα από τον καθένα, τι σήμαινε κλειστότητα στην Αλβανία), κάνανε σουρωτήρι τα ελληνικά σύνορα. Και μάλιστα όχι με τον τρόπο που το κάνουν οι τουρίστες που έρχονται μαζικά εδώ (οι οποίοι έρχονται κυριλέ, και από τον αέρα),, ούτε με τον τρόπο που το κάνανε οι γερμανοί όταν εισβάλλανε στην χώρα το 1941. Εδώ δηλαδή μπαίνει ένα νέο ζήτημα πολιτικής έρευνας: ποια είναι εκείνα τα ιδεολογικά εργαλεία που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να κατανοήσουμε την νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται, σε σχέση με το γεγονός του χώρου, των συνόρων, του έθνους-κράτους, κλπ. Αλλά (κυρίως) σε σχέση με τον διεθνισμό: για παράδειγμα το τι σημαίνει σήμερα, η αλληλεγγύη στις φιλιππινέζες και στις βουλγάρες εργάτριες (και εργάτες) της Μανωλάδας, δεν (πρέπει και δεν μπορεί να) έχει σχέση με το τι σήμαινε η (ιδεολογική/ πολιτική) αλληλεγγύη στους ισπανούς εργάτες και αγρότες το 1936, ή στις ζαπατίστικες κοινότητες από το 1994 και στο εξής (Το γιατί θα το δούμε παρακάτω). Εννοείται επίσης ότι δεν έχει σχέση με αυτού του τύπου την αλληλεγγύη που εξέφρασε το αντι-παγκοσμιοποιητικό κίνημα.

ΙΙΙ.. Μπαίνει όμως κι ένα άλλο ζήτημα διερεύνησης: πήγαμε σ’αυτούς τους ανθρώπους ποτέ και να τους ρωτήσουμε τι σκέφτονται γι’ αυτό που συναντήσανε εδώ κάτω; Ποια θέλουν να είναι η σχέση τους με αυτή την χώρα (θέλουν να βγάλουν λεφτά και να φύγουν; Θέλουν να μείνουν;); Τι δεσμούς κοινωνικούς έχουν αναπτύξει με τους κατοίκους της, με τους συμπατριώτες τους που ζουν εδώ, με τους γείτονες τους, με τους μετανάστες άλλων χωρών που ζουν δίπλα τους; Πως έχουν αλλάξει οι συνήθεις, τα έθιμα και τα ήθη τους εδώ που βρίσκονται;
Πρόσεξε. Δεν προτείνω μια ανθρωπολογική έρευνα, μια πολιτική/ ανταγωνιστική έρευνα προτείνω. Μια έρευνα που θα μας κάνει να κατανοήσουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες των μεταναστών, ώστε να μπορούμε μετά να δούμε το μεταναστευτικό χωρίς τα σκουρόχρωμα γυαλιά της ιδεολογίας. Για να μπορέσουμε να κατόπιν να αντιληφθούμε πόσο έχει νόημα μια δουλειά με τους μετανάστες, και πως μπορεί φυσικά να γίνει αυτή η δουλειά.

ΙV. Τέταρτο. Και εδώ είναι το πρακτικό σημείο που συναντιούνται τα παραπάνω τρία. Είκοσι χρόνια τώρα στην Ελλάδα, λίγοι κατάφεραν να δουν τους μετανάστες ως αυτό που είναι: ως εργάτες και εργάτριες δηλαδή, ως εκμεταλλευόμενους και καταπιεζόμενους μαζί, αλλά και ως ανθρώπους που αντιστέκονται σ’αυτή την συνθήκη που βιώνουν (τα γράφω και στο βιβλίο αυτά). Οι περισσότεροι τους έβλεπαν (τους βλέπαμε) πάντα ως θύματα ρατσισμού. Θυμάμαι σ’ένα από τα πρώτα κείμενα (με τίτλο : Spasta ellinika) που έγραψα για το έντυπο που βγάζαμε στην Κρήτη, το Τραίνο, πριν 10 χρόνια (σχεδόν πιτσιρικάς δηλαδή), με αφορμή τα μαζικά πογκρόμ εναντίων των βαλκάνιων μεταναστών που είχε εξαπολύσει τότε η κυβέρνηση Σημίτη, που προσπαθούσα να εξηγήσω «που οφείλεται αυτή η ρατσιστική πολιτική του κράτους και της κοινωνίας»; Και τότε μου ρθε η ιδέα (που θεωρούσα παρακινδυνευμένη τότε, αλλά δοκίμασα να σκεφτώ πάνω σ’αυτή) ότι τα πογκρόμ και ο μύθος της εγκληματικότητας των μεταναστών (τότε έπαιζε πολύ στα μίντια η θεωρία της «αυξημένης εγκληματικότητας» των μεταναστών, όπως έπαιξε το περασμένο καλοκαίρι η θεωρία του «κινδύνου για την δημόσια υγεία», για να «καθαρίσει» το κράτος το κέντρο της Αθήνας από τους σομαλούς, τους αφγανούς και τους αφρικανούς μετανάστες), είναι ένα καλό άλλοθι του κράτους για να διώξει όσους μετανάστες εργάτες δεν χρειάζεται (Σου θυμίζω ότι τότε επικρατούσαν στο χώρο διάφορες ψυχολογίστικες ερμηνείες της πολιτικής του κράτους σχετικά με το ρατσισμό, πράγμα που δεν απέφυγα και γω, αν θυμάμαι καλά στο συγκεκριμένο άρθρο). Θυμάμαι επίσης ότι ενώ στο περιοδικό συζητούσαμε συλλογικά τα κείμενα και ασχολούμασταν πολύ με αυτά, αυτή η ιδέα πέρασε στο ντούκου. Όταν μερικούς μήνες αργότερα βρήκα σε ένα μονόστηλο της ελευθεροτυπίας μια δήλωση του παπαθεμελή, που έλεγε ότι «πρέπει να δούμε (σ.: το ελληνικό κράτος) πόσους μετανάστες χρειάζεται η ελλάδα για τις δουλειές και τους άλλους να τους απελάσουμε επειδή δημιουργούν πρόβλημα», έμεινα άφωνος, επειδή κατάλαβα ότι κάποιο δίκιο πρέπει να είχα με αυτό που σκέφτηκα (υπενθυμίζω επίσης ότι τότε ίντερνετ –ουσιαστικά- δεν υπήρχε για να ψάξει κάποιος κάτι παραπάνω).
Λοιπόν. 10 χρόνια μετά η πλειοψηφία του «χώρου», πάλι τα ίδια λέει για τους μετανάστες. Τα ίδια που έλεγε και τότε (και αυτοί που δεν λένε τα ίδια, στην πράξη δεν κάνουν απολύτως τίποτα για να βρεθούν μαζί τους). Τους βλέπει τις περισσότερες φορές με ένα συναισθηματικό τρόπο, με ένα τρόπο ιδεολογικό, με μια διάθεση ανθρωπιστική: σαν «αναξιοπαθούντες». Φυσικά αυτή η στάση δεν περιορίζεται σε μια αντίληψη, αλλά και σε μια πρακτική που το φάσμα της αρχίζει από μια ανθρωπιστικού τύπου αλληλεγγύη και φτάνει σε μια ιδεολογικού τύπου αλληλεγγύη. Αρχίζει από το να μαζέψουμε κάποια ρούχα, φάρμακα, χρήματα κλπ για τους μετανάστες και φτάνει μέχρι το να κάνουμε μια πρωτοβουλία αναρχικών και αντιεξουσιαστών για τους μετανάστες. Αρχίζει από το « η Κούνεβα χτυπήθηκε επειδή ήταν γυναίκα και μετανάστρια» και φτάνει μέχρι το «οι μετανάστες είναι απαγορευμένοι εργάτες» (ναι ε; Και πως αντιπαλεύεις εσύ, η ομάδα σου, η συλλογικότητα σου, κλπ αυτή την πραγματικότητα πέρα από μια αφίσα;). (Φυσικά, ειδικά στην περίπτωση της Κούνεβα εκφράστηκε και μια άλλου τύπου αλληλεγγύη).
Κι έτσι για παράδειγμα υπάρχει σε εξέλιξη μια απεργία αλλιεργατών αυτές τις ημέρες, στην Θεσαλονίκη, μια απεργία που όποιος μπορεί να το καταλάβει είναι τρομερά σημαντική , όχι μόνο για τους αλλιεργάτες και τους άλλους μετανάστες της περιοχής, ή ακόμα και της ελλάδας, αλλά και για μας, τους έλληνες εκμεταλλευόμενους, και βρίσκονται μόνο καμιά δεκαριά άνθρωποι στην Θεσσαλονίκη να σταθούν πραγματικά αλληλέγγυοι σ’αυτή την κινητοποίηση. Ενώ για την ιστορία της δολοφονίας στο Α.Τ. στην Νίκαια, όπου το μεταναστευτικό συνυπήρχε με το αντιμπατσικό, γίνανε κάμποσες πορείες, συγκρούσεις με μπάτσους, κλπ . Δεν λέω ότι κακώς γίνανε όλα αυτά. Ίσα-ίσα. Καλώς γίνανε. Απλά αυτό δείχνει και τα όρια της σχέσης του «χώρου» με τους εκμεταλλευόμενους μετανάστες (ή μη) : πρέπει με κάποιο τρόπο να υπάρχει μια σύνδεση με ένα ζήτημα του σκληρού πυρήνα της ιδεολογίας του «χώρου», (π.χ μπάτσος σκοτώνει μετανάστη -«αντιμπατσικό ζήτημα»-, φασίστες κάνουν πορεία ενάντια στο μεταναστευτικό νόμο της κυβέρνησης -«αντιφασισμός»-), για να κουνήσει ο «χώρος» το δακτυλάκι του σε σχέση με αυτό (μόνο με αυτό;) το θέμα
Θα ρωτήσει κάποιος: είναι μόνο ζήτημα ιδεολογίας όλα αυτά; Δηλαδή ζήτημα «ψευδούς συνείδησης»; «Δεν καταλάβανε» μ’ άλλα λόγια, οι σύντροφοι;
Θα σου απαντήσω: όχι φυσικά. Όταν εμείς στην Κρήτη, την περίοδο που είμασταν φοιτητές, κάναμε εκδηλώσεις αλληλεγγύης στους μετανάστες (στις οποίες δεν πατούσε ούτε ένας μετανάστης και μετά εμείς απογοηγευόμασταν), είχαμε τις καλύτερες των προθέσεων. Δεν μας είχε πει όμως κανείς ότι οι μετανάστες δεν είναι θύματα, αλλά εκμεταλλευόμενοι και ότι πραγματική αλληλλεγγύη σ’αυτούς μπορεί να υπάρξει μόνο στην καθημερινότητα της ζωής τους: πραγματική αλληλεγγύη είναι να μαστε δίπλα τους όταν αγωνίζονται ενάντια στα αφεντικά τους (ελληνικά στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων), ή στην γειτονιά τους, για τα ίδια προβλήματα που μπορεί να έχουμε και μεις, κι όχι όταν βάζουμε τις πανκ/ ροκ/ κλπ μουσικές που γουστάρουμε εμείς και τους περιμένουμε να έρθουν στα πάρτι (αλληλεγγύης) μας προς αυτούς και χωρίς αυτούς. Δεν μας το χε πει κανείς και δεν βιώναμε την υλική συνθήκη των μεταναστών (κυρίως επειδή δεν δουλεύαμε), οπότε πως να καταλάβουμε;

Τι πρακτικές συνέπειες όμως έχει αυτή η στάση της πλειοψηφίας του «χώρου»;

Η πιο σοβαρή πρακτική συνέπεια είναι ότι έτσι δεν δημιουργούνται μόνιμοι και σταθεροί δεσμοί και σχέσεις με τους εκμεταλλευόμενους μετανάστες και μετανάστριες. Δηλαδή δεν μπορεί να ασκηθεί μια πραγματικά ανταγωνιστική πολιτική από τον επαναστατικό χώρο και σε σχέση με αυτό το ζήτημα.
Φυσικά αυτή είναι η εικόνα του μισοάδειου ποτηριού. Επειδή παράλληλα υπάρχει η εικόνα του μισογεμάτου. Γιατί πριν μερικά χρόνια λίγοι θα φανταζόταν ότι ένα μειοψηφικό μεν -αλλά υπαρκτό- κομμάτι του χώρου, αποφασίζει να σταθεί έμπρακτα αλληλεγγύο σε αγωνιζόμενους μετανάστες. Έτσι, εκτός από το πολύ σημαντική δουλειά της συνέλευσης αλληλεγγύης στους ψαράδες της Μηχανιώνας, όπως μπορείς να δει κάποιος εδώ, που είπαμε και παραπάνω, το παράδειγμα των συντρόφων από τα ΕΜΜΕ που δουλεύουν με τους αφρικάνους μικροπωλητές, ή το παράδειγμα της συνέλευσης που προσπαθεί να βάλει το ζήτημα σε σχέση με τις διαδικασίες παροχής ασύλου στους πακιστανούς μετανάστες που ξημεροβραδιάζονται στην Πέτρου Ράλλη, είναι κάποια ενθαρρυντικά σημάδια ότι κάτι κινείται. Βοήθησε φυσικά σ’αυτό και ο Δεκέμβρης, όπου ένα σεβαστό κομμάτι μεταναστών ασιατικής κυρίως καταγωγής βρέθηκαν στο δρόμο να συγκρούονται δίπλα μας και να συμμετέχουν στις διαδικασίες μας.
Από κει και πέρα. Γράφω και στο βιβλίο ότι πραγματική αλληλεγγύη στους μετανάστες απαιτεί άλλου τύπου σχέσεις. Τι θέλω να πω με αυτό; Θέλω να πω, ότι είναι πράγματι σχετικά εύκολο κάνεις μια ιδεολογική αλληλεγγύη στους μετανάστες, κολλώντας καμιά αφίσα, ή κάνοντας μια πορεία το χρόνο. Το δύσκολο είναι να δημιουργήσεις δεσμούς αλληλεγγύης μαζί τους, όταν είσαστε στην ίδια δουλειά, ή στην ίδια γειτονιά (ή στο ίδιο γήπεδο, ή στο ίδιο μπαρ, ή στο ίδιο σχολείο, αν και το τελευταίο μάλλον είναι σαφώς ευκολότερο). Γιατί αυτά τα πράγματα θέλουν πολιτική δουλειά καθημερινή, θέλουν κόντρες με τους αποπάνω, θέλουν τόλμη, θέλουν «σπάσιμο των νεύρων», θέλουν υπομονή. Να σου πω το πιο απλό παράδειγμα, από την δική μου προσωπική πείρα; Δουλεύω σ’ενα χώρο εργασίας, όπου έρχομαι καθημερινά σε επαφή με ανθρώπους, σ’ένα χώρο υπηρεσιών. Το 15% με 20% αυτών των ανθρώπων είναι μετανάστες πακιστανικής και ινδικής καταγωγής. Καταλαβαίνεις ότι αν θέλω να κάνω σωστά την δουλειά μου (ακόμα και με τους όρους του συστήματος), θα πρέπει να αναπτύξω τρόπους επικοινωνίας με αυτούς τους ανθρώπους, ώστε να μπορέσω να συννενοούμαι κατ’αρχήν. Αλλιώς θα έχω κι εγώ πρόβλημα και αυτοί. Αυτό γίνεται ακόμα πιο δύσκολο , αν σκεφτείς ότι αυτοί οι άνθρωποι, παρόλο που πολλές φορές είναι περισσότερα χρόνια από τους αλβανούς στην ελλάδα, δεν έχουν ούτε την ίδια ικανότητα αφομοίωσης με τους αλβανούς, ούτε πολύ κοντινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά με μας (φέρνω το παράδειγμα των αλβανών μεταναστών επειδή η πείρα λέει ότι έχουν επιδείξει μια ικανότητα αφομοίωσης πολύ μεγαλύτερη από όλους τους άλλους μετανάστες που βρίσκονται στην Ελλάδα). Πόσο μάλλον επίσης αν θέλω να δουλέψω πολιτικά με αυτούς τους ανθρώπους. Καταλαβαίνεις επίσης, ότι η στοιχειώδης εκμάθηση των urdu, μια καθόλου εύκολης γλώσσας, γίνεται σ’αυτές τις συνθήκες επιτακτική ανάγκη (Βέβαια άλλο να το λες αυτό και άλλο να το κάνεις). Όμως εδώ είναι το σημείο που είπα και πριν πως η νέα σύνθεση της εκμεταλλευόμενης υποκειμενικότητας στην Ελλάδα, βάζει νέα προβλήματα στην επανασταστική μας στρατηγική και μεις καλούμαστε πρώτα απ’ όλα να βρούμε ποια είναι αυτά και δεύτερο να αναζητήσουμε μαζί με τους ίδιους τους εκμεταλλευόμενους μετανάστες, πρακτικές απαντήσεις σ’αυτά τα προβλήματα. Κι αυτό φυσικά δεν είναι δικό μου, ή δικό σου πρόβλημα. Είναι πρόβλημα ολόκληρων πολιτικών διαδικασιών.
Συνοπτικά αυτά είναι κάποια από τα πράγματα που «με τρώνε» με το μεταναστευτικό.

Πάμε τώρα στις άλλες παρατηρήσεις.

Α. η πρώτη παρατήρηση σχολιάζει μια συνοπτική κριτική αναφορά σε μια τάση του αντιεξουσιαστικού χώρου που ασχολείται με την έμπρακτη κριτική σε ένα τομέα της αντικουλτούρας, συγκεκριμένα στην μουσική. Έχεις δίκιο στο ότι πράγματι, δεν έχω μια έμπρακτη εναλλακτική πρόταση, στην πρακτική αυτού του κομματιού του χώρου. Δεν συμμετέχω σε κανένα μουσικό ή άλλο καλλιτεχνικό σχήμα, δεν έχω (σχεδόν) καμιά ιδέα από κανένα μουσικό όργανο. Στην βάση όμως μιας ιστορικής εμπειρίας κάποιων πειραμάτων με ριζοσπαστική μορφή/ περιεχόμενο του παρελθόντος, που είτε κατάφεραν να πετύχουν πέντε πράγματα, είτε συνήθως αφομοιώθηκαν από το σύστημα, νομίζω ότι δικαιούμαι να καταθέσω μια γνώμη σχετικά με αυτό το ζήτημα. Να πω δηλαδή ότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ζήτημα σύνθετο και είναι τουλάχιστον αφέλεια να συρρικνώνεται στην υπόθεση του αντιεμπορευματικού, όσο κι αν η κυκλοφορία αποτελεί μια σημαντική παράμετρο του. Επειδή ωστόσο δεν θέλω να μπω σε μια βάθος συζήτηση και επειδή πραγματικά δεν έχω να προτείνω πολλά πράγματα πέρα από μερικές γενικές ιδέες, παραπέμπω όποιον ενδιαφέρεται σε ένα κείμενο με τίτλο «Προκαταρκτικές σημειώσεις για μια ένα ορισμό της ενότητας του επαναστατικού προγράμματος», που στα ελληνικά μπορεί να βρεθεί στην συλλογή κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς, «Το αισθητικό και το πολιτικό» εκδ. Ελεύθερος Τύπος, και στα αγγλικά στο σάιτ των “Not Bored”. Επίσης σε μια μετάφραση του Hakim Bey, με τίτλο Utopian Blues, που είχαμε δημοσιεύσει παλιότερα στα πρώτα 2 τεύχη του Kιβωτίου, και την έχει ανεβάσει ο βααλ εδώ, για την θέση του μουσικού σε διάφορα πολιτισμικά πλαίσια.

Β. Η ιστορία του κ Πηλ είναι πραγματική, την βρήκα κάπου προς το τέλος του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ την πήρε από τον άγγλο ιστορικό της αποικιοκρατίας Wakefield, όπως λέω και στο βιβλίο. Είναι μια καταπληκτική κατά την γνώμη μου ιστορία που δείχνει λαμπρά πως το κεφαλαίο δεν είναι χρήμα, είναι μια σχέση μεταξύ ανθρώπων, μεταξύ αφεντικών και εργαζομένων. Μια κοινωνική σχέση που έχει ορισμένες προϋποθέσεις: π.χ. πρέπει το αφεντικό να έχει (ή να βρει: βλέπε δάνεια από τράπεζες, ή μετοχές στο χρηματιστήριο, κλπ) χρήματα για να αγοράσει εργασία, και ο εργαζόμενος να μην μπορεί να ζήσει αλλιώς παρά πουλώντας την εργατική του δύναμη για να ζήσει. Μόνο έτσι μπορεί κάποιος να δεχτεί να μπει στην δουλειά κάποιου αφεντικού (δηλ. κανείς δεν πάει να δουλέψει από βίτσιο, ούτε από «αγάπη για την εργασία», το ξέρεις αρκετά καλά κι εσύ κι εγώ, κι όλοι όσοι δουλεύουμε αυτό). Λοιπόν, πράγματι αυτό που μας λέει αυτή η ιστορία είναι ότι την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, δεν μπορούσε να ανθίσει ο καπιταλισμός στην Αυστραλία. Έπρεπε πρώτα να αρχίσουν οι περιφράξεις (enclosures), δηλαδή η κλοπή της (κοινοτικής) γης από τα αφεντικά, για να μπορέσουν στην συνέχεια να «προλεταριοποιηθούν» οι μικροϊδιοκτήτες γης κι από αγρότες, να γίνουν ακτήμονες, ώστε να μην έχουν τίποτα άλλο για να ζήσουν παρά την εργατική τους δύναμη. Αυτή είναι –πολύ χοντρικά- η ιστορία της πρωταρχικής συσσώρευσης που περιγράφει πολύ καλά ο Κάρολος στο 26ο αν δεν απατώμαι κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου.

Δ. και Ε. Η ιστορία της έρευνας, όπως γνωρίζεις πολύ καλά μια και συμμετείχες στην ερευνητική ομάδα για τα φοιτητικά του 2006-2007, είναι μεγάλη. Δεν θα μπω στην σχετική συζήτηση, θα πω μόνο ότι το φ.κ. του 2006-2007 δεν αφορούσε 200 άτομα, αφορούσε χιλιάδες ανθρώπους. Άλλωστε μια που περιμένουμε το πολύ σε 15 ημέρες την κυκλοφορία του βιβλίου «Ακούστε καλά τι λένε οι φοιτητές...» για την φοιτητική έρευνα, πιστεύω ότι θα δοθεί η ευκαιρία να συζητήσουμε διεξοδικότερα τα ζητήματα που σχετίζονται με αυτό το κομμάτι.

Θ. Όσον αφορά το σχόλιο αυτό, να ξεκινήσω αφού πρώτα θυμίσω όλο το απόσπασμα.

«Η πολιτική υποκειμενικότητα της αμφισβήτησης, υποστηρίζει συχνά, το γράφει στις προκηρύξεις της, στα κείμενα της, σε συνθήματα στους τοίχους και σε αυτοκόλλητα, ότι η καθημερινότητα είναι συγκρουσιακή. Στην πραγματικότητα όμως τις περισσότερες φορές αυτό το πράγμα το καταλαβαίνει με ένα διαστρεβλωμένο και άρα αφαιρετικό τρόπο. Κατανοεί δηλαδή ως συγκρουσιακότητα της καπιταλιστικής πραγματικότητας, την σχέση μεταξύ της ριζοσπαστικής υποκειμενικότητας (των πολιτικών μορφών δηλαδή) και των θεσμών του κράτους και των αφεντικών. Μ’ αυτό τον τρόπο χάνει από τα μάτια της, την πραγματική φύση αυτής της συγκρουσιακότητας που έχουμε περιγράψει διεξοδικά σ’ αυτό το κείμενο. Την σύγκρουση των εκμεταλλευόμενων/ καταπιεζόμενων με τους διευθύνοντες και τα αφεντικά τους. Μ’ αυτό τον τρόπο επίσης αποκόβεται από τον ομφάλιο λώρο του ανταγωνισμού. Είτε τελείως και προσπαθώντας να χτίσει τις δικές της αυτόνομες δομές παρέμβασης και να τονίσει τον απόλυτο διαχωρισμό της από όλους τους άλλους (όπως το εγχώριο κόμμα της αυτονομίας). Είτε μερικώς, προσπαθώντας «να εκτρέψει» στο δρόμο τις διαδηλώσεις όσων βαφτίζει μικροαστούς, υποταγμένους, κλπ, τις διαδηλώσεις όσων δεν είναι πολιτικά δεσμευμένοι όπως η ίδια (όσων δηλαδή δεν κατεβαίνουν με μαύρα ρούχα και δεν πετάνε μπουκαλάκια στις πορείες και στις διαδηλώσεις αυτών των μικροαστών…), όπως κάνει το εγχώριο κόμμα της αναρχίας».

Καταρχήν να τονίσω ότι η κριτική αυτή δεν αφορά όλα τα πολιτικά υποκείμενα που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί, ή αυτόνομοι. Αφορά τα πιο οργανωμένα και παραδοσιακά τμήματα τους. Αν θέλεις να το πάω ακόμα παρακάτω: αφορά κυρίως τους σκληρούς πυρήνες αυτών των μορφών. Δεύτερο, όσον αφορά αυτό που λες, «που ξέρεις εσύ με ποιο τρόπο γράφεται το σύνθημα «η πραγματικότητα είναι συγκρουσιακή». Το γνωρίζω τόσο από την πολιτική συμπεριφορά των πολιτικών υποκειμένων είτε αυτοπροσδιορίζονται έτσι, είτε αλλιώς, τόσο στο δρόμο, όσο και στις άλλες εκδηλώσεις τους στον δημόσιο χώρο. Όσον αφορά το ζήτημα της «εκτροπής». Γενικά είμαι ενάντια στην «εκτροπή», όταν δεν το θέλουν τα ίδια τα υποκείμενα που συμμετέχουν σε μια διαδήλωση. Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα: και τι θα κάνεις, θα τα ρωτήσεις ένα- ένα για να ρίξεις μια μολότωφ; Τώρα μην τρελαθούμε. Ο περυσινός Δεκέμβης έδειξε, τραβώντας στην κυριολεξία το χαλί κάτω από τα πόδια όλων των «βίαιων», των «εξεγερτικών», κλπ, κλπ, ότι όταν θέλουν τα ίδια τα υποκείμενα του ανταγωνισμού, ο ρόλος των «εξεγερτικών» γίνεται δευτερεύον, δεν χρειάζεται καμία εκτροπή. Μια συντρόφισσσα μάλιστα από μια κατάληψη, από τις πιο στιγματισμένες σε σχέση με το ζήτημα της βίας, το πήγε παρακάτω. Μου είπε δηλαδή ότι την βραδιά της Δευτέρας που καιγότανε παντού όλα, αυτοί και οι σύντροφοι της, το μόνο που κάνανε ήταν «να προσπαθούν να μαζέψουν τους πιτσιρικάδες να μην καίνε τα πάντα» (δεν την κατηγορώ γι’αυτό). Ξέρεις τι άλλο κάνανε οι σύντροφοι της κι αυτή τις τρεις πρώτες ημέρες που οι δρόμοι καιγότανε; Ήταν μέσα στο πανεπιστήμιο και κάνανε καγκελάκι!!! Ακριβώς! Όταν καιγότανε η μισή πόλη, όταν είχαν στην στηθεί οδοφράγματα σε όλους τους δρόμους του κέντρου, αυτοί κάνανε καγκελάκι. Αυτά για το πόσο μπροστά («πρωτοπορία») είναι αυτός που εκτρέπει σε συνθήκες «κοινωνικής ειρήνης» και κοινωνικού πολέμου. Για να μην πιάσω την «εκτροπή» ως ζήτημα «λογικής πρωτοπορίας», που το θεωρώ εξίσου σοβαρό.
Όσον αφορά αυτούς (εργαζόμενους, φοιτητές) που κατεβαίνουν στο δρόμο σε μια πορεία και δεν θέλουν να συγκρουστούν. Όχι δεν τους θεωρώ «εχθρούς μου στην ταξική πάλη», με βάση μόνο το πως στέκονται απέναντι στο ζήτημα της αντιβίας, σε μια συγκεκριμένη πορεία. Επίσης δεν πιστεύω ότι κάθε πορεία πρέπει να είναι συγκρουσιακή, κι αυτό όχι μόνο με κριτήρια στρατιωτικά («εδώ μας παίρνει να συγκρουστούμε, άρα να συγκρουστούμε», εδώ είναι πορεία του «χώρου», είμαστε λίγοι, άρα μην συγκρουστούμε»), αλλά κυρίως με πολιτικά κριτήρια. Ωστόσο δεν θέλω να πιάσω εδώ το ζήτημα της κοινωνικής αντιβίας.

Ι. Η μετανάστευση για ζήτηση εργασίας για μια ορισμένη περίοδο, είναι μια συνήθης πρακτική των μεταναστών. Στην Ελλάδα αυτή είναι μια επιλογή αρκετών βαλκάνιων εργατών (βούλγαρων και μακεδόνων κυρίως, αλλά και αρκετών αλβανών) που ζητούν απασχόληση ως εργάτες γης στην περίοδο της συγκομιδής των αγροτικών προϊόντων. Προφανώς η εργασία στα χωράφια έχει σαφείς ποιοτικές διαφορές από την εργασία στις βιομηχανίες τεχνολογιών αιχμής στα μεξικανοαμερικανικά σύνορα, όπως σωστά περιφράφεις. Ωστόσο η πρακτική συμπεριφορά της μετανάστευσης για ορισμένο χρόνο δεν διαφέρει μεταξύ των δύο περιπτώσεων. Επίσης δεν γνωρίζω το ποσοστό του πληθυσμού των μεταναστών που δουλεύει περιστασιακά με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο δεν πρέπει να είναι αμελητέο, ειδικά όσον αφορά την βόρεια Ελλάδα.
Αυτά προς το παρών.
Συντροφικά
Ηobo
Σημειώσεις

[1] Γιατί είναι σημαντική για μας αυτή η απεργία; Επειδή αν νικήσουν οι αλλιεργάτες, πέρα από το παράδειγμα νίκης που θα έχουν οι ίδιοι, πέρα από το παράδειγμα που θα φτάσει στους άλλους μετανάστες εκμεταλλευόμενους, θα είναι μια σημαντική δική μας νίκη ενάντια στα αφεντικά με πολλούς τρόπους, που δεν μπορώ να τους εκθέσω τώρα. Καταλαβαίνετε τώρα αν δούμε τα πράγματα με αυτό τον τρόπο, δεν μιλάμε για διεθνισμό πια, ούτε για ενός είδος ιδεολογική/ πολιτική αλληλεγγύη, μιλάμε για ταξικά συμφέροντα χειροπιαστά και για μια υλική/ πρακτική κατάσταση.

[2] Πάρτι αλληλεγγύης διοργάνωσαν και οι σύντροφοι των ΕΜΜΕ (και της ΑΣΣΟΕ) στους σενεγαλέζους μικροπωλητές στις 5 φλεβάρη (το ίδιο βράδυ της αντιφαστιστικής κατάληψης της πρυτανείας). Μόνο που αυτό οργανώθηκε από κοινού με τους μετανάστες και αφού υπήρχε ήδη μια μακρά σχέση με αυτούς. Γι’αυτό άλλωστε το πλαισίωσαν αρκετοί αφρικάνοι (όχι μόνο σενεγαλέζοι).

[3] Δεν είναι πιο εύκολο να κολλάει κάποιος καμιά αφίσα το χρόνο, «αλληλεγγύης στους μετανάστες», ή να κατεβαίνει στην αντιρατσιστική πορεία κάθε 10 του Φλεβάρη, ή ακόμα και να συμμετάσχει σε μια αντιφασιστική συγκέντρωση; Σημείωση: δεν απαξιώνω τίποτα από αυτά όταν αποτελούν κομμάτι μιας συγκροτημένης ανταγωνιστικής πολιτικής. Όταν όμως γίνονται η μοναδική πρακτική δράση σε σχέση με το μεταναστευτικό, δεν βρίσκω κανένα πραγματικό νόημα σε όλα αυτά.






Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010


Πολύ καιρό άφησα αυτό το blog χωρίς ενημέρωση (η αλήθεια είναι ότι δεν έχω αντιληφθεί πολλά λιποθυμικά επεισόδια φανατικών αναγνωστών εξαιτίας αυτού του πράγματος· αυτό δεν πάει να πει ότι δεν έχουν υπάρξει βέβαια...). Γενικά αφενός έχω πολλές (κινηματικές) δουλειές, για να καταφέρνω να είμαι συνεπής στην ενημέρωση ενός blog, αφετέρου δεν έχω συνηθίσει σ' αυτή την ιστορία ακόμα: νιώθω ότι μου πάει καλύτερα το χαρτί....

Όπως και να χει, ευελπιστώ αυτό να αλλάξει από εδώ και πέρα, στο μέτρο του εφικτού.
Δημοσιεύω εδώ κάποιες παρατηρήσεις μιας πολύ αγαπητής συντρόφισσας και φίλης, της Η., που μου έστειλε με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου. Σύντομα θα προσπαθήσω να απαντήσω σε κάποια από τα ζητήματα που βάζει.



Κάποιες σημειώσεις για το βιβλίο «Ίχνη στο χιόνι»


Οι σημειώσεις θα παραπέμπουν σε συγκεκριμένες σελίδες. Σε γενικές γραμμές, η άποψη του βιβλίου συνολικά είναι άποψη που με βρίσκει σύμφωνη. Είναι γεγονός ότι δε μου είπε πράγματα που δεν έχω σκεφτεί ή που δεν έχω ξανακούσει (αφού δεν υπάρχει παρθενογένεση), είπε όμως πράγματα που σίγουρα δεν ακούγονται ούτε γράφονται στο γενικότερο ‘αντι’ χώρο. Οι σημειώσεις που έχω κάνει αφορούν σκέψεις ή προβληματισμούς κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και στέλνονται κατόπιν παράκλησης του συντρόφου που έγραψε το βιβλίο, σε άλλη περίπτωση θα μου ήταν αρκετό να τα συζητήσω κάποια στιγμή μαζί του (αλλά αφού το γραπτό αποζητά μια γραπτή απάντηση, let it be):

Α. Σελ. 27 «Σε μια τέτοια παγίδα....εκστατικά ακροατήρια». Θεωρώ ότι η κριτική που κάνεις είναι αυστηρή σε σχέση με το ζήτημα του αντιεμπορευματικού, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του ότι δεν μπορούν εύκολα να δίνονται απαντήσεις σε όλες τις πτυχές ενός ζητήματος (εκστατικά ακροατήρια, καπιταλιστική σχέση, εμπόριο, καλλιτεχνική φτώχεια κ.α.) όταν τα άτομα που απαρτίζουν τέτοιες διαδικασίες είναι λίγα και όταν αυτοί που κάνουν την κριτική (όπως εσύ) δεν αντιπροτείνουν ή συμμετέχουν σε ανάλογα σχήματα, άρα η κριτική που δεν προέρχεται από την εμπειρία και την τριβή στην πράξη του ζητήματος το οποίο επιθυμεί να θίξει, καταλήγει πολλές φορές να δείχνει μια διάθεση ανάλυσης σε θεωρητικό επίπεδο το οποίο δεν προχωρά απαραίτητα (και μάλιστα η μικρή μου εμπειρία δείχνει ότι ίσως να τους δίνει και τη χαριστική βολή, όχι απλά δεν τα προχωρά) τις διαδικασίες πρακτικά, άρα και μου τίθεται το ερώτημα: ‘ποία η αξία χρήσης της;’

Β. Σελ. 62 «Επειδή δηλαδή...νέο κεφάλαιο». Το παράδειγμα με την Αυστραλία ήταν μέρος της ιστορίας του κυρίου Πηλ ή δική σου εφεύρεση; Στην Αυστραλία η ίδια η συνθήκη της γης οδηγεί σε ‘μη καπιταλισμό’; Εξηγείς παρακάτω βέβαια ότι το κεφάλαιο είναι παραγωγή κέρδους και μετεπένδυση με τρόπο αρκετά σαφή..αλλά το σημείο με την Αυστραλία με προβλημάτισε λιγάκι..και μου φάνηκε αστείο ή μπορεί να μην το κατάλαβα και να θέλει παραπάνω επεξήγηση.

Γ. Σελ. 98 «Στις αναλύσεις του ανταγωνισμού...Είμαστε εμείς». Καταρχήν το ζήτημα της κοινωνικής αντιβίας για τη διεκδίκηση των αιτημάτων που θεωρούνται ΄ρεφορμιστικά’ ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω πως ακριβώς τίθεται (θέλω επεξήγηση). Επίσης, θα μπορούσε κανείς να πει πως μια αισιόδοξη σκέψη του τι προσφέρουν τα κινήματα ή σε τι αντιπαρέρχονται του καπιταλισμού θα κατέληγε στο συμπέρασμα (λίγο μάτριξ κατ’εμέ) ότι η αντίφαση του καπιταλισμού είναι η ύπαρξή μας και όχι η σύγκρουση των παραγωγικών δυνάμεων. Η δική μου άποψη (που φυσικά δεν είναι τόσο διαβασμένη ή τόσο επεξεργασμένη όσο η δική σου) λέει πως πολλοί από τους αγώνες μέσα στην ιστορία τελικά έχουν εξελίξει τον καπιταλισμό, τον έχουν βελτιώσει, τον έχουν εξαγριώσει (κι αυτό το λέω γιατί αναφέρεις παρακάτω ότι αγώνας είναι κάθε συλλογική διεκδίκηση – σελ 102 – άρα σ’αυτούς τους αγωνιστές και μέλη μιας αντίφασης με την ίδια λογική θα μπορούσε στη σημερινή καπιταλιστική συνθήκη στην Ελλάδα να είναι και η Πασκε, δάκε κλπ).
Επίσης, σ’αυτό το σημείο αναρωτιέμαι για το πως γίνεται, αφού εμείς αποτελούμε την αντίφαση και τη σύγκρουση του καπιταλισμού, πολλοί πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες της ιστορίας να έχουν αφήσει ένα αποτύπωμα μάλλον θλιβερό στο μέλλον σε σχέση με το τι αποτέλεσαν; Κι αυτό το αποτύπωμα δεν είναι άλλο από τη χρησιμοποίηση αυτών των αγώνων και των αιτημάτων τους (κρίνοντας δηλαδή εκ του αποτελέσματος) από το χ ‘κεφάλαιο’ για να δημιουργήσει ακριβώς αυτό το οποίο αυτοί οι αγώνες δεν ήθελαν: Το μαστίγωμα ‘με το γάντι’. Γιατί αυτό τελικά ήταν ΚΑΙ απόρροια του χειρισμού των ανταγωνιστικών αυτών υποκειμένων, όπως τα ονομάζεις, της ιστορίας; Η πρώτη και εύκολη απάντηση που σκέφτομαι δεν είναι: ‘Επειδή αυτά τα υποκείμενα δεν είχαν διαβάσει το ίχνη στο χιόνι και την προλεταριακή εμπειρία για να ξέρουν πως να αντιδράσουν’, αλλά επειδή αυτά τα υποκείμενα πολλές φορές τελικά δεν υπήρξαν μέρος μιας αντίφασης ή μέρος ενός ανταγωνιστικού προς τον καπιταλισμό αγώνα, απλά αποτέλεσαν τρόπο για τη βελτίωση του, για τη χρήση του ‘ με το γάντι’. Άρα, διαφωνώ με το ότι κι αν γίνεται καλό είναι, ας γίνεται και αναρωτιέμαι πως γίνεται να θεωρούμε ότι η αντίφαση του καπιταλισμού είμαστε εμείς; Τι μας δίνει το πάτημα; Και η ιστορία δείχνει τελικά ότι δεν είναι όλα για καλό, και δεν αποτελούν όλα αντίφαση και διάβρωση του καπιταλισμού…μπορεί να αποτελέσουν και την προώθησή του τελικά. Εν τέλει, θεωρώ ότι είναι μεγάλες κουβέντες ακόμη για έναν τόσο μικρό ‘χώρο’ και τόσο μικρά βήματα. [1]

Δ. Σελ. 114 «Λέμε ότι η έρευνα...οι ίδιοι στην διάρκειά του». Αντιλαμβάνομαι τη χρήση και σημασία αυτής της έρευνας όταν μπορεί και να πραγματοποιηθεί, όταν της αντιστοιχεί. Σε ένα κίνημα – μόρφωμα που αριθμεί δεν αριθμεί 200 άτομα, αντικειμενικά δεν μπορούμε να μιλάμε για έρευνα (και αναφέρομαι στην έρευνα που προσπαθήσαμε να κάνουμε με τους φοιτητές). Αυτό που θα θεωρούσα πιο απτό προταγματικά θα ήταν η μορφή της έρευνας που λες να είναι εκείνη της παρατήρησης και ανάδειξης των υποκειμένων του κοινωνικού ανταγωνισμού που χρειάζονται κατά τον ερευνητή – παρατηρητή την ώθηση, βοήθεια για να συλλογικοποιηθούν περαιτέρω.

Ε. Σελ. 121 «Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για τον λόγο...στην αγωνιζόμενη υποκειμενικότητα» Νομίζω ότι θέλει μια παραπάνω επεξήγηση το ζήτημα της φαινομενολογίας των αφηγήσεων. Εμένα ακόμη δε μου είναι ξεκάθαρο αν και με ποιο τρόπο συμφωνώ με αυτό που προτείνεις. Το ζήτημα, επίσης, της ανάλυσης των κοινωνικών σχέσεων των ερευνώμενων υποκειμένων καλώς να γίνεται αλλά από ποιούς θα γίνεται; Δεν είναι κι αυτό ένα θέμα; Με ποιο τρόπο αυτοί που ερευνούν και κάνουν και αυτήν την ανάλυση μπορούν να βοηθήσουν αυτό το «δυναμικό υπόλοιπο, που αφορά τις μοριακές διεργασίες που αναδύονται...και αναζητούν τρόπους να το κάνουν» να ανακαλύψουν αυτούς τους αγώνες και τους τρόπους; Κι αυτό το λέω γιατί και οι κριτές τους, οι ερευνητές (προφανώς δεν μπορούν και δεν είναι και θεμιτό όλοι να ασχολούνται με την έρευνα) θα έχουν συγκεκριμένα εργαλεία χρήσης και αντίληψης της ανταγωνιστικότητας και το πως αυτή εκφράζεται (θυμίζω τις απόψεις μας για τους ‘emo’ κατά τη διάρκεια της έρευνας και τι μπορεί να λέμε σήμερα). Τέλος πάντων, μπορεί απλά το σημείο να χρειάζεται μια παραπάνω εξήγηση.

Στ. Σελ 130 «Γιατί όμως συνέβη αυτό;...κρυμμένο μυστικό κάθε ιδεολογίας (σελ 132)». Το ζήτημα των μετανατών είναι αρκετά μεγάλο θέμα για να συζητηθεί σε μερικές γραμμές (άσε που δε με εμπνέει κιόλας πολύ η κουβέντα μέσω γραπτών). Μην ξεχνάς ότι επιπλέον είναι ένα θέμα το οποίο είναι και πολύ δικό μου και αρκετά προσωπικό, οπότε δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω απλά τον κριτή.. Επίσης, δεν μπορώ να τοποθετηθώ σε σχέση με το μεταναστευτικό αφού δεν καταλαβαίνω και καποια δική σου άποψη ή δε βλέπω σε αυτό το σημείο τη δική σου θέση. Αυτό που αντιλαμβάνομαι είναι ότι θέλεις περισσότερο να αναδείξεις το ζήτημα και την προβληματικότητα της ιδεολογίας και όχι να μιλήσεις για το μεταναστευτικό. Το ερώτημα που μου προκύπτει είναι το γιατί έπιασες το μεταναστευτικό για να μιλήσεις για την προβληματική της ιδεολογίας; Ποιο είναι αυτό που σε τρώει σε σχέση με το μεταναστευτικό και γιατί το θεωρείς τόσο κομβικό; Αν δεν ήταν εσκεμμένο ή δε εμμέσως να μιλήσεις και για το μεταναστευτικό, τότε θα σχολίαζα ότι απλά είναι ατυχές το παράδειγμα που χρησιμοποιείς. Αν, από την άλλη, θέλεις να αναδείξεις την προβληματικότητα του μεταναστευτικού σε σχέση με το ζήτημα αυτό τότε θα διαφωνήσω και θα πω ότι η άποψή σου για το μεταναστευτικό θέλει πολύ συζήτηση ακόμη, την οποία ευχαρίστως να την κάνω από κοντά και προφορικά, όχι στην κριτική.

Ζ. Σελ 136 «Βασισμένοι σε αυτή την αντικειμενικότητα...μαζί άλλωστε με τον εαυτό της (σελ 139)». Συμφωνώ πολύ με την άποψη και μου αρέσει και το σημείο που τονίζει πως αυτή η εκούσια δέσμευση είναι η μόνη που δε νοείται ως διαχωρισμός. Πολύ καλό...

Η. Σελ 152 «Στο ερώτημα λοιπόν...της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας». Αυτό το ζήτημα της εμπειρίας με προβληματίζει. Δεν ξέρω αν θα έλεγα ότι είναι η δική του εμπερία στην αλληλεπίδραση της με την εμπειρία της αγωνιζόμενης συλλογικότητας...η σύνθεση της εμπειρίας με τις πολιτικές μορφές κ.ο.κ. Μου ακούγεται κάπως σαν να αποτελούν ξεχωριστά πράγματα αυτά τα δύο. Για μένα η εμπειρία αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη που αναφέρεις νωρίτερα και που αναφέρεται και στην μετάφραση του Λεφόρ περί συνείδησης και συνειδητοποίησης. Αυτή η εμπειρία μέσω της οποίας η θέση του καθενός είναι πλήρως συνειδητοποιημένη και αποτελεί οδηγό που κατευθύνει τις πράξεις και τις σκέψεις του, η συνείδηση που συντονίζεται και υπάρχει με άλλες συνειδήσεις που ενώνονται μέσω της κοινής ταξικής – κοινωνικής τους θέσης.

Θ. Σελ 156 «Η πολιτική υποκειμενικότητα της αμφισβήτησης...όπως κάνει το εγχώριο κόμμα της αναρχίας». Σε αυτό το σημείο η παρατήρηση αφορά την αυστηρότητα που ενδεχομένως διακατέχει την κριτική σου. Πρέπει να αντιληφθεί κανείς ότι οι διαδικασίες φτάνουν και σε αδιέξοδα και στην τελική που ξέρεις εσύ με ποιό τρόπο γράφεται αυτό το σύνθημα τόσο από τους αυτόνομους όσο και από τους αναρχικούς...και εγώ θα σου πω και το άλλο..ότι αυτοί που ενδεχομένως έχουν καταλάβει τόσο καλά τη σημασία του..δε γράφουν συνθήματα, αρκούνται να τα συζητάνε. Απ’αυτούς τους δύο, διαλέγω τους πρώτους που μπορεί να μην ξέρουν ακριβώς τι σημαίνει γι’αυτούς, μπορεί να μην πέφτουν σε αντιφάσεις (αυτό είναι επίσης ουτοπικό, δεν υπάρχει κοινωνική δραστηριότητα χωρίς αντιφάσεις, τότε θα ήταν όλα τέλεια) αλλά τουλάχιστον κινούνται και πράττουν...και στην τελική ‘τα μπουκάλια στις πορείες και η εκτροπή που λες ότι είναι ένα θέμα’.Κι εγώ μπορώ να το πω και να το πιστέψω. Εσύ δηλαδή δεν τους θεωρείς αυτούς ‘υποταγμένους και μικροαστούς’, ίσως και εχθρούς σου στην ταξική πάλη; Μόνο η αναρχία τους θεωρεί; Κι αν ναι, πως αντιμετωπίζεις τις πορείες τους; Ας αναρωτηθούμε λιγάκι κι εμείς που τοποθετούμαστε τελικά και θεωρητικά, άλλα πιο σημαντικά, και πρακτικά, πριν εκσφενδονίσουμε διαχωρισμούς και αυστηρές κριτικές που μόνο σ’αυτό μπορούν να μείνουν.

Ι. Σελ 164 «Κάτι άλλο που κάνει αυτή η πραγματικότητα...πράττουν ακριβώς το ίδιο». Μου φαίνεται λίγο έωλο αυτό που λες. Τα σύνορα Mεξικού Aμερικής (κατά μήκος των συνόρων) η περιοχή είναι γνωστή ως η περιοχή των μακιγιαδόρες (maquiladores) κι αυτό γιατί υπάρχει ένα ιδιότυπο καθεστώς φοροαπαλλαγής και πολλοί επιχειρηματίες έχουν μεταφέρει κομμάτια της παραγωγής στα σημεία αυτά πληρώνοντας μεξικανούς σε αμερικάνικο έδαφος τους μισθούς του μεξικό. Η πληρωμή γίνεται με το κομμάτι και βασίζεται πάντα στη ζήτηση για εξαγωγή της παραγωγής, άρα είναι συνήθως εποχιακή εργασία. Οι μεξικανοί που έχουν χτίσει κατά μήκος των συνόρων (και μιλάμε για παράγκες, όχι για ελληνικά αυθαίρετα) δουλεύουν 6 μήνες ή όσους χρειάζονται στα σύνορα και τους υπόλοιπους σε μεγαλογαιοκτήμονες του νότου της αμερικής, άρα δεν πηγαίνουν εκεί για να φάνε τα λεφτά και να καλοπεράσουν όπως λές, το αντίθετο, εκεί τους πάει η εργασία τους και η κοινωνικοοικονομική συνθήκη. Αρα, ειδικά το σημείο που αναφέρεις όσο και το γεγονός ότι πολλοί βαλκάνιοι κάνουν το ίδιο (που το έχεις δει αυτό????) δεν αποτελεί ούτε υψηλή ζήτηση ούτε ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά, θεωρώ ότι κάνεις λάθος.

Η

[1] Σ’αυτό το σημείο διευκρινίζω ότι δεν έχω διάθεση να ισοπεδώσω τους αγώνες και τελικά γι’αυτό τους επιλέγω και χωρίς αυτούς θα χαθούμε, γι’αυτό είμαι σίγουρη. Δεν υπάρχει καμία άλλη λύση πέρα απ’τον αγώνα αλλά τελικά για να είναι σωστός και αποδοτικός νομίζω ότι μια φόρα στην ιστορία πρέπει να αντιλαμβάνεται τις διαστάσεις του και να λειτουργεί με βάση αυτές. Μόνο έτσι θα φουντώσει και δε θα σβήσει στην ιστορία. Τα σχόλια είναι επειδή υπάρχει η διαφωνία μάλλον στην άποψη για τον αγώνα. Εσύ θεωρείς ότι και να γίνεται καλό, εγώ θεωρώ ότι πρέπει να γίνεται μόνο το καλό. Τα υπόλοιπα από κοντά.