Δημοσιεύω εδώ την κριτική που μου έστειλε ο σύντροφος Aρσέν, για το βιβλίο. Με την επισήμανση όμως, όπως μου τόνισε κι ο ίδιος, ότι αυτές οι γραμμές αφορούν περισσότερο σκέψεις/ παρατηρήσεις κατά την διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου, παρά μια μέχρι τέλους καταληγμένη κριτική.
Παρόλο που εγώ σπατάλησα αρκετό καιρό για την απάντηση μου στο σύντροφο, ομολογώ ότι ισχύει και για μένα η παραπάνω προϋπόθεση. Ποιος είναι ο λόγος γι’αυτό; Ο λόγος είναι ότι αφενός τα ζητήματα που βάζει ο Αρσέν ξεπερνάνε κατά πολύ «άτομικές απόψεις» και αφετέρου ότι δεν έχουν βγει πολλές φορές στο δημόσιο χώρο, ώστε να τύχουν επεξεργασίας και διαλόγου, τουλάχιστον στην σημερινή πραγματικότητα του ανταγωνιστικού κινήματος.
Αναρτώ πρώτα την κριτική του Αρσέν και παρακάτω την δική μου κι έπειτα τα πρόσθετα σχόλια που μου έστειλε διαβάζοντας αυτή την απάντηση.
Λοιπόν φίλε Hobo,
Μερικά σχόλια πάνω στο βιβλίο σου
Καταρχήν να πω ότι με το που το άνοιξα είδα τα περιεχόμενα και το ψιλοξεφύλλισα και άρχισα να το διαβάζω, είπα ότι αυτό είναι ένα βιβλίο με αρχίδια, κι αυτό γιατί αφενός είναι μια συνολική προσέγγιση πάνω στο ζήτημα του ανταγωνισμού και κατά δεύτερον τα πιάνει όλα από την αρχή. Ορίζει δηλαδή. Αυτό είναι για μένα ανταγωνισμός, αυτό είναι αγώνας, αυτό είναι τάξη κ.λ.π. Είναι ένα βιβλίο επίσης που έχει στο κέντρο του τους αγώνες και προσεγγίζει με καθαρό τρόπο αυτή τη μέθοδο που άλλοι την έχουν μεν αλλά δεν την έχουν διατυπώσει ρητά
(π.χ. οι Γαλαρίες είναι ένα περιοδικό διαρθρωμένο γύρω από την κεντρικότητα των αγώνων, αλλά δεν έχω διαβάσει να αναπτύσσουν κάπου ρητά αυτό το σκεπτικό)…
Μ’ αυτή την έννοια λοιπόν είναι ένα βιβλίο το οποίο είτε αποδέχεσαι συνολικά την οπτική του και προχωράς εκ των υστέρων σε επιμέρους ζητήματα, είτε λες δε με αφορά αυτή η προσέγγιση και το βάζεις στην άκρη. Εμένα προφανώς με αφορά αυτή η προσέγγιση…
Επίσης πιστεύω ότι ακριβώς η διάρθρωση του και το γεγονός ότι πιάνει πολλά από τα ζητήματα από το μηδέν θα το κάνουν βιβλίο αναφοράς για τα υποκείμενα του ριζοσπαστικού χώρου (ελπίζω δηλαδή). Αυτό πιστεύω ότι θα είναι ένα κέρδος από την κυκλοφορία αυτής της δουλειάς, να βάλει πάλι στο θεωρητικό πεδίο το ζήτημα του αγώνα σαν κέντρο της ανάλυσης μας πράγμα που δεν παίζει ούτε στην αριστερά ούτε στο μεγαλύτερο μέρος της αναρχίας… Όπως και να χει εγώ ήδη έχω αρχίσει να το προτείνω με μια τέτοια λογική, σε νέους π.χ. συντρόφους που πρώτη φορά ασχολούνται με τη θεωρία, στο πολιτικό μου περιβάλλον κλπ
Ας πάμε όμως σε κάποια επιμέρους σημεία…
Καταρχήν το έχομε ξανασυζητήσει και στο μπλογκ του βα.αλ.: το σχήμα εκμετάλλευση – κυριαρχία που χρησιμοποιείς…
Κρατώντας κάποιες σημειώσεις όταν διάβαζα το βιβλίο είχα γράψει τα εξής:
Νομίζω πως το μεθοδολογικό σχήμα που διάλεξες, εκμετάλλευση-κυριαρχία, κάπου χωλαίνει. Καταρχήν ο ορισμός της εκμετάλλευσης ως απόσπασης υπεραξίας, για μένα είναι προβληματικός κι αυτό γιατί -παρά τις παραδοχές που κάνεις πως δεν υφίσταται ε. χωρίς κ. και αντίστροφα- ξανανοίγει το ζήτημα της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, ένα ζήτημα που η αριστερά δεν το χει ξεπεράσει αλλά και γενικά δεν υπάρχει κοινωνικά ή τουλάχιστον στο ριζοσπαστικό χώρο μια σαφής συζήτηση για αυτό. Για τους αριστερούς υπεραξία παράγουν οι χειρώνακτες, και οι φοιτητές π.χ. παράγουν αρχίδια (αφού το πανεπιστήμιο είναι μόνο ιδεολογικός μηχανισμός).
Για μένα υπεραξία παράγεται παντού (όπως και για σένα όταν παρακάτω λες υπεραξία παράγει ο μπάτσος, ο υπάλληλος κ.λ.π. κ.λ.π). Επίσης θεωρώ ότι υπεραξία παράγεται και έξω από τη μισθωτή συνθήκη (εφόσον η μισθωτή σχέση είναι ακριβώς αυτό σχέση, ανεξάρτητα από το μοριακό επίπεδο στο οποίο μελετάμε κάθε φορά το αν παράγεται ή όχι υπεραξία), με την έννοια ότι υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από σχέσεις που είναι ικανές και κυρίως αναγκαίες συνθήκες για να παραχθεί άμεσα ή έμμεσα υπεραξία. Για μένα π.χ. υπεραξία παράγεται και όταν ο άντρας δέρνει τη γυναίκα του. Δεν είναι μια σχέση όπου εγώ βλέπω την εξουσία…
ότι εκμετάλλευση είναι κυριαρχία και κυριαρχία είναι εκμετάλλευση.
Ο διαχωρισμός που κάνεις λοιπόν για μένα καταλήγει λόγω των όσων λες παρακάτω στην απλή ταυτολογία
Καταυτήν την έννοια ορίζοντας την εκμετάλλευση εγώ θα έλεγα ότι είναι η άσκηση εξουσίας (κυριαρχίας) με σκοπό την απόσπαση υπεραξίας. Φυσικά και αυτό είναι ένας ιστορικός ορισμός που ισχύει μέσα στο καπιταλιστικό δίκτυο σχέσεων και δεν επιδιώκει να εξηγήσει κάτι για προηγούμενες μορφές σχέσεων ούτε λέει ότι η εξουσία (κάτι που για μένα είναι αφηρημένο αν λέγεται έτσι αφηρημένα) είναι κάτι που υπάρχει διιστορικά όπως λένε διάφοροι αναρχικοί. Άλλη η εξουσία και οι στόχοι της στη φεουδαρχία (π.χ. θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εξουσία στη φεουδαρχία αναπαράγει το μύθο και επιβάλλει την υποταγή του δουλοπάροικου στον αφέντη-τον παπα(τον πατριάχη γενικά) και άλλη η εξουσία στον καπιταλισμό
-η συζήτηση πάντως για παλιότερα συστήματα σχέσεων είναι πάντα κάτι στο οποίο κολλάω και δεν έχω μια τόσο ξεκάθαρη άποψη. Σίγουρα όμως δεν με ελκύει κανένας διιστορικός ορισμός της εξουσίας, όπως αυτός που γουστάρει η αναρχία, καθώς συγκαλύπτει άπειρα ράγματα και στο φινάλε την ίδια την ουσία της σχέσης κεφάλαιο-
Όπως τα βλέπω τώρα αυτά τα σχόλια, προφανώς και ίσως να τους λείπει ένα βάθος και μια σαφήνεια, αλλά επιμένω ότι η αίσθηση που μου βγάζει το βιβλίο –παρά το ότι έχεις προσέξει να γράφεις πλάι πλάι τις λέξεις εκμετάλλευση –κυριαρχία- είναι το ότι βλέπεις δύο στιγμές στην καπιταλιστική σχέση και αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο όταν παίζουν τόσες θεωρίες περί σχετικής αυτονομίας των μορφών εμφάνισης της εκμεταλλευτικής σχέσης...
Anyway. Πες μου κι εσύ ίσως πως το βλέπεις, που διαφωνείς κ.λ.π.
Κάποια ζητήματα όπως οι μοριακές συμπεριφορές ή την πανταχού παρουσία επίσης δεν έχουν επεξεργαστεί ρητά από κανέναν, παρά τις αναρχικές φλυαρίες κατά καιρούς για τις μοριακές συμπεριφορές σε ένα ηθικο-ιδεολογικό επίπεδο.
Αν και περιγράφεις πολύ καλά το ζήτημα των μοριακών συμπεριφορών και της δυναμικής που κυοφορούν, εμένα το ζήτημα της πανταχού παρουσίας με προβληματίζει κάπως. Και αυτό γιατί δεν κάνει ξεκάθαρο ποιοι αγώνες μπορούν να δημιουργήσουν κομμουνιστική προοπτική. Π.χ. στο θέμα της ενσωμάτωσης των αγώνων πιστεύω πως χρειάζεται πολύ προσοχή. Εγώ έχω γράψει πως η άποψη που βγάλαν οι γάλλοι μετα-καταστασιακοί το 2005 ότι υπάρχουν αγώνες οι οποίοι λειτουργούν από την αρχή μέχρι το τέλος με τελετουργικό-εκτονωτικό χαρακτήρα μου είναι πολύ δελεαστική. Γράφεις εσύ ας πούμε για τον εκτονωτικό χαρακτήρα των εθιμοτυπικών απεργιών που ωστόσο μέσα στην αντίφαση του εμπεριέχει και την πιθανότητα της συνάντησης των υποκειμένων παρά το τι θέλουν οι γραφειοκράτες. Αυτή νομίζω είναι μια έμφαση σου στη μορφή. Απ την ανάποδη εγώ θα έλεγα υπάρχουν και αυτόνομοι αγώνες οι οποίοι στερούμενοι περιεχομένου δε διαφέρουν σε τίποτα από μια εθιμοτυπική απεργία.
Δεν ξέρω αν είμαι λίγο σκληρός. Αλλά γενικά έχω την τάση να βλέπω την αρνητική πλευρά της αντίφασης συνήθως, γι αυτό και το επισημαίνω αυτό το σημείο. Άνθρωποι ας πούμε όπως το midnight notes αν δεις την προσέγγιση που έχουν για την κρίση (π.χ. το κείμενο του deangelis για την κρίση στα subprime/ αυτό το μεταφράσαμε θα το ανεβάσουμε κάποια στιγμή), βάζοντας κι αυτοί τους αγώνες στο κέντρο της ανάλυσης τους και βγάζουν έναν τριτοκοσμισμό ο οποίος ωστόσο δε μας λέει αν οι αγώνες αυτοί στον τρίτο κόσμο βγάζουν μια κομμουνιστική προοπτική ή αν είναι αγώνες με όρια πολύ συγκεκριμένα και εξαρτώμενα εν μέρει από το επίπεδο της εξαθλίωσης στις χώρες αυτές. Τέλος πάντων . μεγάλη κουβέντα… περισσότερο τροφή για σκέψη όλα αυτά…
Τώρα μερικές ίσως και άχρηστες παρατηρήσεις – λεπτομέρειες
>τα κοκκινόμαυρα μεροκάματα!!! Η συγκεκριμένη φράση με έκανε να χασκογελάσω γιατί μύριζε πολιτική ταυτότητα, αντίθετα με ΌΛΟ το υπόλοιπο βιβλίο (εντυπωσιακό!)… αν θες πες εσύ τι εννοούσες και ήθελες να πεις, λεπτομέρειες λέμε αλλά τα γράφω χαμένα δεν πάνε…
>Το σχόλιο για τον Dauve. Ίσως να έχεις ένα δίκιο ότι ο ΝΤ. Δίνει βάρος στο περιεχόμενο και ξεχνάει τη μορφή αλλά δεν μπορείς να ξεπετάς έτσι όλη τη δουλειά που έχει κάνει με μια υποσημείωση. Έγραψες κι αυτό το μετα-καταστασιακός διανοούμενος και τον αποτέλειωσες. ¨όπως και να χει σου λέω ίσως να χεις εν μέρει δίκιο, το διαπιστώσαμε κι εμείς μετά την κριτική που έκανε ο βα.αλ στην αλίκη στη χώρα των τεράτων, αλλά σίγουρα ο Ντ. Είναι εργαλείο και δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα μαζί του …
>Η φαντασιακή θέσμιση. Κάπου την χρησιμοποιείς σαν βιβλιογραφία. Εγώ να σου πω την αλήθεια θα το απέφευγα. Πιστεύω ότι η φαντασιακή θέσμιση και ειδικά το πρώτο της μέρος της κριτικής στο μαρξ-μαρξισμό, σε καμία περίπτωση δεν είχε διάθεση να παρουσιάσει το μαρξικό έργο σαν έργο αντιφατικό. Ο καστοριάδης σκίζεται να μας αποδείξει ότι ο ντετερμινισμός είναι εγγενές στοιχείο στον μαρξ (παρά τα γλυψιματικά του περί τι μεγάλο μυαλό που ήταν ο μαρξ) και επικαθοριστικό όλων όσων λέει… Και γενικά η φαντασιακή θέσμιση μου τη σπάει σα βιβλίο αφενός γιατί είναι διανοουμενίστικο, αφετέρου γιατί είναι της μόδας και στην ουσία γιατί προσπαθεί να δώσει βάρος στην πολιτική πάλη σε βάρος του κοινωνικού ανταγωνισμού… Ιδεαλισμός δηλαδή με λίγα λόγια. [για να μην υπάρξει παρεξήγηση για τον πρώιμο καστοριάδη δεν έχω κανένα ζήτμα. Άλλωστε κι εγώ ξεπέρασα το λενινισμό διαβάζοντας την «πείρα». Το Σ ή Β νομίζω ότι είναι κι αυτό πολύ χρήσιμο εργαλείο.] Τέλοσπάντων, κι αυτά κάπως λεπτομέρειες…
Αυτά σε γενικές γραμμές αδερφές. Keep up the good work…
Κι ελπίζω πραγματικά να ανταμειφθεί ο κόπος σου (σας) και να γίνει αυτό το βιβλίο , βιβλίο αναφοράς για το κίνημα
Αρσέν
Σύντροφε και φίλε Αρσένιε.
Καταρχήν 3 ευχαριστώ. Σ’ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Σ’ευχαριστώ που διάβασες με τόσο προσοχή το βιβλίο. Σ’ευχαριστώ που αποφάσισες να κρατήσεις σημειώσεις και να εκφράσεις γραπτά τις παρατηρήσεις και την κριτική σου σ’αυτό.
Νομίζω πως χοντρικά μπαίνουν δύο (κύρια) ζητήματα στην κριτική σου. Μόνο που τα ζητήματα αυτά, είναι τόσο κρίσιμα (ειδικά το δεύτερο) και απαιτούν αρκετή συλλογική εργασία και εμπειρία για να απαντηθούν στην πράξη, που αναγκαστικά θα κάνω απλά μια απόπειρα για να τα απαντήσω. Μια απόπειρα κατά την οποία (ειδικά στο δεύτερο ζήτημα), θα προσπαθήσει να σκιαγραφήσει με συγκεκριμένο τρόπο, μόνο τις συνισταμένες μιας πιθανής -πιο ολοκληρωμένης- απάντησης.
Το πρώτο ζήτημα αφορά τον ορισμό της εκμετάλλευσης/ κυριαρχίας και το πως ένας τέτοιος ορισμός σχετίζεται με το ζήτημα της παραγωγικής/ μη- παραγωγικής εργασίας.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά την πανταχού παρουσία του ανταγωνισμού και πως αυτή σχετίζεται με τους αγώνες που έχουν μια προοπτική κομμουνιστική.
Ας αρχίσουμε από το πρώτο ζήτημα λοιπόν. Ότι ο ορισμός της εκμετάλλευσης ως απόσπασης υπεραξίας είναι προβληματικός επειδή ξανανοίγει το παλιό πρόβλημα παραγωγική/ μη- παραγωγική εργασία. Πρόβλημα που βαραίνει πολύ στην παράδοση του επαναστατικού κινήματος, ακόμα και σήμερα, όταν π.χ. κάποιες ακροαριστερές σέχτες αρνούνται να αναγνωρίσουν τον τριτογενή τομέα σαν τομέα παραγωγής, και μιλάνε μόνο για τους εργάτες της βιομηχανίας. Άρα με ένα τρόπο (αν και κάποιος μπορεί να ρωτήσει: Ποιος ασχολείται με την φτώχεια της άκρας αριστεράς;) απασχολεί κεντρικά κάποιον κόσμο. Άρα αξίζει να ασχοληθούμε λίγο μαζί του.
Καταρχήν να πω ότι όλοι οι ορισμοί που δίνονται στο βιβλίο (εκμετάλλευση, κυριαρχία, κοινωνικός ανταγωνισμός, αγώνας, τάξη, κλπ, κλπ) είναι δικοί μου ορισμοί. Δεν τους βρήκα σε κανένα εγχειρίδιο κοινωνιολογίας, πολιτικών επιστημών, αλλά ούτε και σε κανένα «επαναστατικό» βιβλίο, του τύπου του Κεφαλαίου, κλπ Τολμώ να πω ότι δεν τους έχω καν συζητήσει με συντρόφους, μέσα σε συλλογικότητες κλπ, παρόλο που έχω κάνει δεκάδες σχετικές συζητήσεις με συντρόφους, φίλους, κλπ. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή γενικά η κατανομοσία είναι μια πράξη εξαιρετικά δύσκολη, αν κάποιος θέλει να είναι συγκεκριμένος. Μια πράξη θα έλεγα με κόστος, που γι’αυτό υπερβαίνεται εύκολα, ακόμα και στα πλαίσια σοβαρών συζητήσεων, σοβαρών συγγραφέων, ή ακόμα και σοβαρών πολιτικών εγχειρημάτων. Υπερβαίνεται στην λογική, «οκ δεν έχουμε απαντήσεις σε όλα, έχουμε μόνο σ’αυτά που μας χρειάζονται, σ’αυτά που αφορούν άμεσα αυτό για το οποίο πάμε να καταπιαστούμε». Παραβλέπεται ακόμα στην λογική ότι «εδώ δεν κάνουμε φιλοσοφία, εδώ ασχολούμαστε με την δράση», κλπ, κλπ
Κατά την γνώμη μου αυτό δεν είναι και τόσο σωστό. Δεν είναι και τόσο σωστό, αν κάποιος/ κάποιοι θέλουν να είναι συγκεκριμένοι.
Γι’αυτό παρόλο που γενικότερα υπάρχουν προβλήματα όταν πρέπει να φτάσεις στις ρίζες/ πηγές των πραγμάτων, όταν δηλαδή είσαι αναγκασμένος να ορίσεις (ο Καστοριάδης. αντιμετωπίζει σαν τέτοια αυτά τα προβλήματα όταν γυρίζει στον Κάντορ για να ανακαλύψει το σημείο μηδέν της δυτικής μεταφυσικής), ωστόσο αυτό ακριβώς είναι και το δύσκολο του να μιλήσεις συγκεκριμένα στο σήμερα, πηγαίνοντας μπροστά την κατανόηση και την ερμηνεία του κόσμου. Όχι με φιλοσοφικους όρους μόνο, αλλά με όρους πολιτικούς, με όρους θεωρητικοπρακτικούς.
Ας πάμε τώρα στο συγκεκριμένο που βάζεις. Το ζήτημα της παραγωγικής/ μη-παραγωγικής εργασίας μπαίνει στον Μαρξ, αν και αργότερα καταφέρνει να το παρακάμψει σε ένα βαθμό (γι’αυτό άλλωστε σωστά λέει ο Κορνήλιος ότι ο Μαρξ είναι ένας συγγραφέας αντιφατικός, επειδή αντίφαση σημαίνει συνύπαρξη αντιθέτων σε μια ενότητα, η οποία συνύπαρξη οδηγεί κάποτε στην αναπόφευκτη διάλυση της ενότητας, και ο Μαρξ γράφει πράγματα στα διάφορα βιβλία του, τα οποία δεν μπορούν να συνυπάρξουν ταυτόχρονα σε μια ενότητα) επειδή ξεκινάει την ανάλυση του Κεφαλαίου από το εμπόρευμα.
« Ο πλούτος των κοινωνιών που κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα ... γι’αυτο θα ξεκινήσουμε την ανάλυση του από το εμπόρευμα», λέει στην πρώτη φράση του πρώτου τόμου Κεφαλαίου.
Εγώ, εσύ, εμείς, ας πούμε οι σύγχρονοι αγωνιστές,όπως εξάλλου κι όλοι μετά από τον Μαρξ, μικροί, μεγάλοι, ασήμαντοι, σημαντικοί αγωνιστές, κλπ που έχουν γράψει πέντε πραγματάκια, έχουμε πολύ Μαρξ μέσα στο κεφάλι μας και μέσα στα γραπτά μας (όπως ο Μαρξ είχε πολύ Αριστοτέλη, πολύ Πλάτωνα, πολύ Σπινόζα, πολύ Φίχτε, πολύ Χέγκελ, πολύ Φόυερμπαχ, πολύ Ουτοπικούς, πολύ ανώνυμο συλλογικό εργατικό κίνημα, κλπ). Ωστόσο έχουμε και διαφορές. Για παράδειγμα εγώ το βιβλίο και την ανάλυση μου, την ξεκινάω από τις σχέσεις εκμετάλλευση/ κυριαρχία.
Προφανώς και ο Μαρξ μιλώντας για εμπόρευμα, δεν μιλάει για άψυχο προϊόν, αλλά μιλάει για ένα μέσο διαμεσολάβησης σχέσεων. Μιλάει πράγματι έμμεσα για σχέσεις. Επειδή όμως μιλάει έμμεσα για σχέσεις, κι όχι άμεσα, αυτό είναι ένα πρώτο διττό πρόβλημα. Αφενός επειδή ιστορικοποιεί το εμπόρευμα, θεωρώντας το καπιταλιστική αποκλειστικά εφεύρεση, πράγμα που είναι λάθος. Αφετέρου, επειδή αναγκάζεται να αντιμετωπίσει ένα θεωρητικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα που το εισάγει ο Άνταμ Σμιθ, όπως παραδέχεται ο ίδιος: και τι γίνεται με σχέσεις της καπιταλιστικής συνθήκης, που το εμπόρευμα δεν εμφανίζεται σαν άμεσο προϊόν τους, δεν εμφανίζεται στην άμεση εμπειρία μας; Έτσι του προκύπτει το πρόβλημα της παραγωγικής/ μη- παραγωγικής εργασίας.
Λέει λοιπόν στην παράγραφο για την παραγωγική και μη- παραγωγική εργασία των Grundrisse(β΄τόμος,σελ. 225):
Παραγωγική εργασία είναι απλά εκείνη που παράγει κεφάλαιο. Δεν είναι τρέλα, ρωτά έτσι (ή τουλάχιστο κάπως παρόμοια) π.χ ο κ. Σήνιορ, ο κατασκευαστής πιάνων να θεωρείται παραγωγικός εργάτης αλλά ο πιανίστας όχι, παρόλο που χωρίς τον πιανίστα το πιάνο θα ήταν βέβαια παραλογισμός; Και όμως αυτή ακριβώς είναι η αλήθεια. Ο κατασκευαστής πιάνων αναπαραγάγει κεφάλαιο• ο παινίστας απλά ανταλλάζει την εργασία του με εισόδημα. Όμως ο πιανίστας παράγει μουσική και ικανοποιεί το μουσικό μας αισθητήριο, και από μια άποψη το παράγει; Πραγματικά η εργασία του κάτι παράγει αυτό όμως δεν την κάνει παραγωγική εργασία με την οικονομική έννοια(1), όπως δεν είναι παραγωγική και η εργασία του τρελού, που παράγει φαντασιώσεις. Παραγωγική είναι η εργασία μόνο στο βαθμό που παράγει το αντίθετο της. Γι’αυτό άλλοι οικονομολόγοι θεωρούν το λεγόμενο μη- παραγωγικό εργάτη έμμεσα παραγωγικό. Για παράδειγμα, ο πιανίστας προωθεί την παραγωγή εν μέρει δίνοντας στο άτομο μας πιο δραστήρια, πιο ζωντανή διάθεση, ή ακόμα και με την κοινή έννοια ότι ξυπνά μια καινούργια ανάγκη, που για την ικανοποίηση της θα ξοδευτεί περισσότερος κόπος στην άμεση υλική παραγωγή...»
Είναι φανερό ότι ο Μαρξ, παρόλο που σε κάποια σημεία αυτής της παραγράφου είναι ρητός (παραγωγική εργασία είναι αυτή που παράγει κεφάλαιο), σε κάποια άλλα τα μπερδεύει (η εργασία του πιανίστα δεν είναι παραγωγική με την οικονομική έννοια ).
Στο Κεφάλαιο αντίθετα και συγκεκριμένα στο 14ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου (σελ. 525), είναι πια ξεκάθαρος.
Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν είναι μόνο παραγωγή εμπορευμάτων, είναι στην ουσία παραγωγή υπεραξίας. Ο εργάτης δεν παράγει για τον εαυτό του, αλλά για το κεφάλαιο. Γι’αυτό δεν είναι πια αρκετό ότι γενικά παράγει. Πρέπει να παράγει υπεραξία.
Και λίγο παρακάτω μια φράση μαγική, μια φράση τρομερής διαύγειας, μια φράση ωστόσο που να την πάρουμε τοις μετρητοίς καταρρέει όλο το οικοδόμημα αυτού του αριστουργήματος πολιτικής φιλοσοφίας που λέγεται Κεφάλαιο:
Η έννοια λοιπόν του παραγωγικού εργάτη καθόλου δεν περικλείνει μονάχα μια σχέση ανάμεσα στην δράση και στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, ανάμεσα στον εργάτη και στο προϊόν εργασίας, αλλά περικλείνει και μια σχέση παραγωγής ειδικά κοινωνική, που έχει γεννηθεί ιστορικά και βάζει στον εργάτη τη σφραγίδα του άμεσου μέσου αξιοποίησης του κεφαλαίου.
Γιατί αυτή η φράση αυτή είναι για το Κεφάλαιο ότι ήταν τα αεροπλάνα στους Δίδουμους Πύργους την 11η Σεπτεμβρίου; Επειδή ο Κάρολος σ’αυτό το σημείο δείχνει να υποψιάζεται, ότι κατά κάποιο τρόπο δεν είναι το εμπόρευμα το μοναδικό/ κεντρικό στοιχείο της καπιταλιστικής σχέσης, ή είναι μόνο έμμεσα. Αλλά είναι η μισθωτή εργασία αυτό το κεντρικό στοιχείο, ως η σχέση που παράγει εμπορεύματα σαν ειδικές μορφές του κέρδους, σαν υπεραξία,.
Μ’αυτή την έννοια σε εμένα δεν μπαίνει το πρόβλημα παραγωγική/ μη- παραγωγική εργασία, επειδή ακριβώς αντιμετωπίζω σαν κεντρικό στοιχείο της καπιταλιστικής σχέσης την μισθωτή εργασία καθ’αυτήν, όχι το εμπόρευμα. Κι αυτό δεν το κάνω για θεωρητικούς λόγους, ούτε για να αποφύγω τα λάθη του Κάρολου. Το κάνω γιατί πράγματι θεωρώ ότι εμπόρευμα δεν είναι μια καπιταλιστική πρωτοτυπία, υπάρχει και σε πρωτογενέστερες ιστορικές περιόδους. Υπάρχει σαν προϊόν βγαλμένο από άλλες σχέσεις, από σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης προφανώς, όχι όμως από τις καπιταλιστικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, σχέσεις όχι με τον ειδικό ανταγωνιστικό χαρακτήρα αυτών των σχέσεων, που είναι ταυτόχρονα σχέσεις εξάρτησης και ελευθερίας μεταξύ των δύο μερών.
Από κει και πέρα υπάρχει ένα ευρύτερο ζήτημα, το ζήτημα της ταύτισης ή όχι των δύο σχέσεων εκμετάλευση/ κυριαρχία Το γιατί δεν ταυτίζονται οι δύο αυτές σχέσεις είναι αυτονόητο ακόμα και σε εμπειρικό επίπεδο, γι’αυτό το αναφέρω μέσα στο βιβλίο. Ακόμα και στο άμεσο εμπειρικό επίπεδο υπάρχουν εργασίες που δεν παράγουν άμεσα αλλά έμμεσα υπεραξία. Αυτό δεν τις κάνει μη- παραγωγικές. Είπαμε ότι όπου υπάρχει εργασία, υπάρχει εκμετάλλευση και άρα παραγωγή υπεραξίας. Ωστόσο, υπάρχουν πράγματι σχέσεις μέσα στον καπιταλισμό, που παρόλο που είναι σχέσεις κυριαρχίας, δεν είναι ταυτόχρονα και σχέσεις εκμετάλλευσης και το αντίστοιχο. Αυτό το πράγμα, επιμένω, δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Δηλαδή η σχέση δασκάλου- μαθητή είναι μεν σχέση κυριαρχίας, δεν είναι όμως ταυτόχρονα σχέση εκμετάλλευσης. Ο δάσκαλος αποφασίζει, οργανώνει,διδάσκει,κλπ ο μαθητής υπακούει, εκτελεί, διδάσκεται. Ο δάσκαλος εργάζεται, άρα παράγει υπεραξία, είναι με την σειρά του εκμεταλλευόμενος και καταπιεζόμενος (δεν διδάσκει ότι θέλει, πρέπει να δώσει λόγο στον προϊστάμενο, κλπ). Από την άλλη, ο δάσκαλος δεν εκμεταλλεύεται τον μαθητή, δεν του αποσπά δηλαδή υπεραξία, όπως όρισα εγώ την εκμετάλλευση. Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει καταρχήν ότι υπάρχει ένα πράγμα στην πολιτική θεωρία που λέγεται σχηματικότητα (αγία σχηματικότητα!, αναφώνησε κάποτε ο Νέγκρι). Αυτή η σχηματικότητα, εγώ καταλαβαίνω ότι σημαίνει, ότι αναγκαστικά μιλάμε για κάποια πράγματα/φαινόμενα, με ένα όχι απόλυτα καθορισμένο τρόπο, με ένα τρόπο μη- απόλυτα καθορίσιμο. Αυτό όμως δεν σημαινει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε καθόλου για τα πράγματα/φαινόμενα, κάθε άλλο. Μία πέτρα αν την αφήσουμε να πέσει από κάποιο ύψος, θα πέσει κάτω στην γη, είτε βρισκόμαστε στο βόρειο πόλο, είτε στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Θα πέσει φυσικά με διαφορετική ταχύτητα στην γη στις δύο αυτές περιπτώσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε σε ένα σημαντικό βαθμό να καθορίσουμε την πορεία της. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για κάθε πέτρα που αφήνουμε από οποιοδήποτε ύψος από την επιφάνεια της γης, μικρότερο από την ακτίνα της. Μπορούμε να καθορίσουμε σε ένα βαθμό την πορεία της, δεν μπορούμε να την καθορίσουμε απόλυτα. Με άλλα λόγια: η σχηματικότητα, στο βαθμό που κατανοούμε την ύπαρξη της δουλεύει.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση (εγώ πιστεύω και γι’αυτό) γράφω στο βιβλίο το εξής: ότι στην πραγματικότητα ακόμα κι αν σε κάθε καπιταλιστική σχέση δεν μπορούμε να διακρίνουμε άμεσα τις σχέσεις εκμετάλλευση/ κυριαρχία, αν αυτές τις σχέσεις τις τοποθετήσουμε μέσα στο κοινωνικό- ιστορικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται, τότε θα τις διακρίνουμε. Αυτό το σχήμα, δεν το χρησιμοποίησα για να κάνω συνεκτική την θεώρηση μου, αλλά επειδή κατά την γνώμη μου αυτό ισχύει. Γιατί μπορεί για τις ανάγκες της περιγραφής, της ανάλυσης και της κατανόησης ενός κειμένου, να αναγκαστεί κάποιος να μιλήσει τμηματικά για ένα πράγμα, π.χ για το κύτταρο του ήπατος, αλλά στην πραγματική ζωή (in-vivo, που λέμε και στην βιολογία), αυτό που περιγράφουμε για το ένα κύτταρο δεν ισχύει μέχρι τέλους, ούτε όσον αφορά την ανατομία του, ούτε όσον αφορά την φυσιολογία του (και προφανώς την παθοφυσιολογία του). Γιατί; Μα γιατί το κύτταρο είναι μια δυναμική ενότητα, που εντάσσεται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο δίκτυο αλληλεπιδράσεων, πράγμα που κάνει πρακτικά αδύνατο να προβλέψουμε μέχρι τέλους τόσο την συμπεριφορά του, όσο και την κατάσταση του μια συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τους ηπατολόγους να θεραπεύουν με σχετικά καλά αποτελέσματα την κατάσταση καταστροφής του ηπατοκυττάραυ που λεγεται ηπατίτιδα C, έτσι δεν είναι;
Με τον ίδιο τρόπο, μια σχηματική αντίληψη (όχι φυσικά: η οποιαδήποτε σχηματική αντίληψη) στην περίπτωση μας, μπορεί να μας βοηθήσει να παράγουμε ανταγωνιστική πολιτική, αρκετά επιτυχημένη μάλιστα, όπως μας έχει δείξει η ιστορική εμπειρία κάποιων παραδειγμάτων.
Πάμε τώρα στο δεύτερο ζήτημα που θέτεις. Αν ο κοινωνικός ανταγωνισμός βρίσκεται παντού, ποιοι είναι οι αγώνες που μπορούν να δημιουργήσουν κομμουνιστική προοπτική;
Καταρχήν πίσω από αυτό το ερώτημα, υπάρχει ένα πρώτο ζήτημα δικό μου: τι ακριβώς σημαίνει αγώνας που δημιουργεί κομμουνιστική προοπτική; Να υποθέσω ότι σημαίνει αγώνας που μέσα στο περιεχόμενο και στην μορφή του κυοφορεί ιδέες ισότητας, αυτοοργάνωσης, αυτονομίας, ελευθερίας, I κλπ; Ή να υποθέσω ότι αγώνας που δημιουργεί κομμουνιστική προοπτική, είναι αγώνας που μπορεί να πάει παρακάτω, να λειτουργήσει σαν πυροκροτητής κλπ, κάτι αντίστοιχο με αυτό που εννοούν οι τροτσκιστές όταν διακηρύσσουν την πίστη τους στην γενική απεργία ως το «γενική πρόβα» της επανάστασης; Ή τέλος να υποθέσω ότι αυτό σημαίνει, έναν αγώνα, που μέσα στα περιεχόμενα του -κι ανεξάρτητα από τις μορφές που παίρνει-, κυοφορεί τις κομμουνιστικές αξίες;
Έχω την εντύπωση ότι κυρίως αναφέρεσαι στην πρώτη περίπτωση έχοντας στην προοπτική του βλέμματος σου την δεύτερη. Ή τουλάχιστον: εγώ αν μου βάζανε αυτή την ερώτηση (ποιος αγώνας δημιουργεί κομμουνιστική προοπτική;), αυτό θα αντιλαμβανόμουν.
Στην βάση αυτής της υπόθεσης θα ξεκαθαρίσω περαιτέρω τι εννοώ, όχι τόσο όταν μιλάω για «πανταχού παρουσία» του ανταγωνισμού, αλλά κυρίως όταν αναφέρομαι στην ανάγκη συμμετοχής/ μελέτης/ διερεύνησης/ κυκλοφορίας των αγώνων.
Καταρχήν να συμφωνήσουμε ότι για να ανακαλύψουμε ποιοι αγώνες δημιουργούν κομμουνιστική προοπτική, πρέπει (τουλάχιστον) να διερευνήσουμε αυτούς τους αγώνες. Όταν εγώ λέω ότι μια εθιμοτυπική απεργία της ΓΣΕΕ συνιστά αγώνα, που μπορεί να δώσει την ευκαιρία σε κάποιους εργαζόμενους να συναντηθούν (υλισμό της συνάντησης!, το λένε κάποιοι ,νομίζω, αυτό), να γνωριστούν μεταξύ τους και να φτιάξουν μια κοινότητα αγώνα, δεν εμμένω στην μορφή, ούτε στο περιεχόμενο της εθιμοτυπικής απεργίας, ή της συνάντησης και της δημιουργίας της κοινότητας. Εμμένω στην ίδια στην κοινωνικό- ιστορική συγκυρία και στην ευκαιρία που μπορεί να δώσει για να δημιουργηθεί μια καταρχήν κοινότητα που θα βάλει στο κέντρο της δραστηριότητας την κριτική τόσο στην μορφή, όσο και στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης κινητοποίησης.
Ας πάρουμε κάποιες προϋποθέσεις για να συζητήσουμε παραπέρα αυτή την σχέση.
Προϋπόθεση πρώτη: υπάρχουν περιπτώσεις αγώνων με περισσότερα ενδιαφέρον από την άποψη της κομμουνιστικής προοπτικής από άλλους.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν περιπτώσεις αγώνων, που χρειάζεται να διερευνηθούν, να επεξεργαστούν και να κυκλοφορήσουν, περισσότερο από ότι χρειάζονται κάποιοι άλλοι (Ας πούμε η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα που έκανε πολιτική δουλειά στην Ρενώ στο Παρίσι, υποστήριζε ότι στηρίζουμε πάντα τους αγώνες που βάζουν το ζήτημα των ίσων αυξήσεων των μισθών σε όλη την ιεαραρχία κι όχι της κλιμακωτής αύξησης ανάλογα με την ιεραρχική πυραμίδα).
Προϋπόθεση δεύτερη: δεν δημιουργούν όλοι οι αγώνες κομμουνιστική προοπτική. Δηλαδή υπάρχουν αγώνες πράγματι, που τόσο στην μορφή, όσο και στα περιεχόμενα τους, είναι τρομερά προβληματικοί.
Προϋπόθεση τρίτη: στόχος μας παραμένει πάντα η κομμουνιστική προοπτική, όχι σαν ένα μακρυνό και αφηρημένο μέλλον, αλλά σαν μία διαδικασία που συμβάλλει στο σήμερα στην δημιουργία αυτού του μέλλοντος.
Άρα κεφαλαιώδες ζήτημα για μας είναι πως συνδέεται αυτό το παρών με το μέλλον. Ακόμα πιο συγκεκριμένα: πως συνδέεται το μερικό με το γενικό, πως συνδέεται π.χ., ο αγώνας των συμβασιούχων, φοιτητών και αλληλέγγυων τους ενάντια στις εργολαβίες στο ΑΠΘ, ή ο αγώνας στο πάρκο Κύπρου και Πατησίων, με την κοινωνική απελευθέρωση.
Αυτό το ερώτημα, όπως αντιλαμβάνεσαι, είναι όλα τα λεφτά.
Θες να θυμηθούμε μαζί μερικές απαντήσεις σ’αυτό το ερώτημα, που ρητά, ή υπόρρητα δίνουν οι διάφορες τάσεις του κινήματος;
Π.χ η αριστερά λέει: αυτή την σύνδεση την κάνει το κόμμα. Είτε ενισχύεστε το κόμμα με την ψήφο σας στις εκλογές, είτε ενισχύεστε το πυκνώνοντας τις γραμμές του και έτσι θα πάμε πιο γρήγορα προς το στόχο του «κομμουνισμού».
Η αναρχία λέει κάτι άλλο. Συμμετέχουμε στους αγώνες, που είναι ριζοσπαστικοί, με σκοπό να τους ριζοσπαστικοποιήσουμε ακόμα περισσότερο, να εκτρέψουμε τις διαδηλώσεις στο δρόμο κλπ
Υποθέτω ότι υπάρχουν κι άλλες τοποθετήσεις επί του ζητήματος, τις οποίες όμως είτε δεν τις ξέρω, είτε μου μοιάζουν παραλλαγές των προηγούμενων, γι’αυτό δεν τις αναφέρω καν.
Θα σου πω τώρα τι απάντηση (νομίζω πως) δίνει η ανταγωνιστική παράδοση σ’αυτή την ερώτηση.
Λοιπόν λέμε ότι ο ίδιος ο αγώνας έχει μια αυταξία, για διάφορους λόγους, όταν φυσικά έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Ένας πρώτος λόγος είναι, ότι συνιστά σημαντικό πράγμα οι εκμεταλλευόμενοι να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Αυτό τους δίνει αυτοπεποίθηση από την μια, τους κάνει να σπάσουν την μοιρολατρική διάθεση που επιβάλλει το σύστημα, τον ατομικισμό, τις ιδεολογίες της εξατομίκευσης : «ο καθένας να κοιτάει την πάρτη του».
Ένας δεύτερος λόγος είναι ο παιδευτικός ρόλος του αγώνα: μέσα από τον αγώνα και τις διαδικασίες του, στο βαθμό που αυτές βοηθούν και ενισχύοουν την δημιουργική έκφραση των αγωνιζόμενων, οι αγωνιζόμενοι μαθαίνουν/ εκπαιδεύονται στην άσκηση ανταγωνιστικής πολιτικής. Μαθαίνουν να παίρνουν πρωτοβουλίες, μαθαίνουν την αξία του να ασχολείσαι με ότι σε αφορά, μαθαίνουν την χαρά του να μοιράζεσαι στιγμές μαζί με άλλους, μαθαίνουν να κατεβαίνουν στο δρόμο, μαθαίνουν, αν θέλεις, να συγκρούονται με τους μπάτσους, κλπ, κλπ.
Ένας τρίτος λόγος αφορά αυτό που γράφω και στο βιβλίο, στην παράγραφο «Πολιτική μορφή και εκμεταλλευόμενη υποκειμενικότητα»:
Κάθε αφαίρεση από την εντολή και την εκμετάλλευση, είναι πρόσθεση στις ανάγκες και στις επιθυμίες των εκμεταλλευόμενων.
Ας το δούμε αυτό με ένα παράδειγμα, αυτό που αφορά τον «αγώνα για το μισθό» και πως το έβλεπαν ορισμένοι από τους Ιταλούς την δεκαετία του 70. Το παρακάτω απόσπασμα είναι από ένα άλλο (αδημοσίευτο) κείμενο μου, που αφορούσε το ζήτημα «Χρόνος εργασίας και μισθός»:
Οι αυτόνομοι στην ιταλία λέγανε το 70. Χρησιμοποιούμε τον αγώνα για το μισθό ως το πλαίσιο για την οργάνωση της τάξης και για το σπάσιμο της πολιτικής του κεφαλαίου (από μνήμης τα γράφω αυτά). Λοιπόν τι σημαίνουν αυτά; 1. Ότι μέσα από τον αγώνα για το μισθό καταφέρνανε να οργανώσουν τους εκμεταλλευόμενους, με την έννοια της αυτοοργάνωσης των ίδιων των εκμεταλλευόμενων, όχι της καθοδήγησης. Και 2. ότι ταυτόχρονα μέσα από αυτό τον αγώνα, σπάνε την πολιτική του κεφαλαίου, δηλαδή παίρνουν ένα μέρος από τα κλεμμένα (την υπεραξία δηλαδή) πίσω. Λοιπόν αυτό το τελευταίο είναι εξαιρετικά σημαντικό. Παίρνουμε πίσω από το κεφάλαιο και το κράτος (εμείς που είμαστε στο δημόσιο), ένα μέρος από αυτά που μας κλέβει. Αυτό πάει να πει πολλά πράγματα. Το πρώτο: σπάμε την πολιτική λιτότητας του κράτους, μας βλέπουν κι άλλοι εργαζόμενοι παίρνουν θάρρος, κάνουν το ίδιο, τελικά και μέσα από μια μη- γραμμική διαδικασία βάζουμε το μαχαίρι στο λαιμό του κράτους και του κεφαλαίου, να και η κρίση. Το δεύτερο: τονίζουμε ότι οι ανάγκες μας, εμάς των εκμεταλλευόμενων/ κυριαρχούμενων, είναι πάνω από τις ανάγκες κράτους και κεφαλαίου. Δηλαδή ενώ αυτοί μας λένε: «πρέπει να κάνετε θυσίες, εμείς τους λέμε: άντε γαμηθείτε, δεν κάνουμε θυσίες για την εθνική σας οικονομία, για τα συμφέροντα σας δηλαδή. Παλεύουμε μόνο για τα δικά μας συμφέροντα». Σπάμε την συναίνεση με λίγες λέξεις: .
Θα πρόσθετα σήμερα,ότι με το πρώτο οι ιταλοί είχαν στο μυαλό τους ότι βάζουν σε κρίση την οικονομική/ πολιτική λειτουργία του κράτους/ κεφαλαίου, ενώ με το δεύτερο βάζουν σε κρίση την ιδεολογική λειτουργία των θεσμών.
Με αυτή την παρατήρηση, ουσιαστικά προσπαθώ να δω τον αγώνα μέσα στο κοινωνικό- ιστορικό πλαίσιο που συμβαίνει. Ένα πράγμα που το βιβλίο είχε απλά σκοπό να αναφέρει κι όχι να μιλήσει επ’αυτού. Επειδή αυτό που με ενδιαφέρει καταρχήν στο βιβλίο, είναι να δημιουργήσω κάποια εργαλεία ανάλυσης και να τονίσω την ανάγκη, την γενική ανάγκη, να δούμε την σημασία των κοινωνικών αγώνων, και να συμμετέχουμε σ’αυτούς.
Ωστόσο αν είχε νόημα η τελευταία λέξη του βιβλίου («συνεχίζεται»), πιστεύω ότι το νόημα ξεκινάει ακριβώς από αυτό το πράγμα.
Ας δούμε την σημερινή κοινωνικό-ιστορική συνθήκη μέσα από τους ανταγωνισμούς που ξεσπάνε εδώ και κει. Ας καταφέρουμε να αναλύσουμε/ επεξεργαστούμε αυτούς τους ανταγωνισμούς, τόσο για να ανακαλύψουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας, όσο και για να βρούμε την σύνδεση ανάμεσα στην αντικειμενική συνθήκη και στις σημερινές ανάγκες/ επιθυμίες των εκμεταλλευόμενων. Και να καταφέρουμε, βάσει αυτής της σχέσης (αντικειμενική συνθήκη -υποκειμενικές ανάγκες/ επιθυμίες) να παράγουμε ένα ανταγωνιστικό πολιτικό πρόγραμμα που να έχει εφαρμογή στο σήμερα, και να εντάσσεται σε μια στρατηγική που θα έχει στην προοπτική της την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Θέλεις να γίνω πιο συγκεκριμένος, για να αποδείξω ότι τέτοιες απόψεις/ θέσεις σ’αυτή που εξέφρασα παραπάνω, υπάρχουν σε ελάχιστους ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στο επαναστατικό κίνημα;
Ας πάρουμε την υπόθεση των καθαριστριών της Πεκοπ και της Κούνεβα. Ένα μεγάλο κομμάτι του κινήματος, άμεσα ή έμμεσα, ασχολείται εδώ και κάμποσους μήνες μ’αυτή την υπόθεση, σε ένα καθαρά εμπειρικό επίπεδο.
Πρόσφατα μπήκε ένα ζήτημα. Με αφορμή την ιστορία της ΠΕΚΟΠ και την Κούνεβα, ας ανοίξουμε το ζήτημα του δουλεμπορίου, των εργολαβικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στο δημόσιο. Τι υπάρχει τώρα εδώ;
Υπάρχουν κάποιες καθαρίστριες που διεκδικούν την πρόσληψη τους στο Δημόσιο και την καταγγελία του εργολάβου που ευθύνεται για την απόπειρα δολοφονίας μιας συνδικαλίστριας. Εμείς, ως πολιτικά υποκείμενα πως στεκόμαστε απέναντι σ’αυτό το πράγμα;
Θα σου απαντήσω, πως στέκεται ένας κόσμος που εφαρμόζει μια ιδεολογικής μορφής αλληλεγγύη στις καθαρίστριες. Λέει λοιπόν αυτός ο κόσμος, ότι εμένα δεν με νοιάζει να γίνουν οι καθαρίστριες δημόσιοι υπάλληλοι, γιατί πάλι θα είναι εργάτριες, ή γιατί από ένα ιδιώτη αφεντικό, θα έχουν πάλι το κράτος πάνω από το κεφάλι τους. Εξάλλου υπάρχει και το ζήτημα της «άρνησης της εργασίας»...
Είναι φανερό ότι σε ένα αφηρημένο επίπεδο αυτές οι αρχές που προβάλλονται, έχουν την ίδια αξία με τις αρχές «κάτω το κράτος», «κάτω το κεφάλαιο». Στην συγκεκριμένη πραγματικότητα όμως συνιστούν ξεκάθαρη ιδεολογία. Γιατί;
Γιατί απλούστατα την άρνηση της εργασίας, την έχει εφαρμόσει σήμερα η καπιταλιστική σχέση σε όλο το μεγαλείο της και μάλιστα με την βία: «Δεν υπάρχει δουλειά, κόψτε το κεφάλι σας». Μάλιστα όσο βαθαίνει η κρίση, η ανεργία, θα διογκώνεται όλο και περισσότερο. Ποιος εφεδρικός στρατός; Εδώ υπάρχει κρίση!. Έτσι λένε τα αφεντικά. Άντε τώρα εσύ να υπερασπιστείς την άρνηση της εργασίας. Μ’άλλα λόγια αυτό το σύνθημα ανήκει στην εποχή του φορντισμού και των μεγάλων αγώνων που έδιναν στις δεκαετίες 60-70 οι βιομηχανικοί εργάτες και εργάτριες, δηλαδή φιγούρες με μια σταθερή/ εξασφαλισμένη θέση εργασίας σε μια συγκεγκριμένη κοινωνικό- ιστορική συνθήκη, αυτή της κεϋνσιανής ρύθμισης και του κράτους πρόνοιας, απόρροια και απάντηση ταυτόγχρονα σ’αυτούς τους αγώνες. Πως μπορεί να ακουστεί σήμερα αυτό το σύνθημα σε συνθήκες κρίσης, μαζικής ανεργίας, επισφάλειας, υποτίμησης της εργασίας, κλπ; Γραφικό τουλάχιστον....
Θα ρωτήσει τώρα κάποιος: εσύ ρε φίλε τι προτείνεις;
That’s a good question!
Εγώ/ εμείς, δεν έχουμε έτοιμες απαντήσεις. Όσο δεν είμαστε θιασώτες της ιδεολογίας και των αφαιρέσεων, άλλο τόσο δεν είμαστε προσκυνητές του εφικτού και του ρεαλιστικού, πόσο μάλλον κόλακες του («αυτό μπορεί να γίνει, αυτό θέλουν οι εργαζόμενες, αυτό θέλουμε και μεις»).
Εγώ/ εμείς προτείνουμε αυτό που έγραψα παραπάνω: πρέπει να διερευνήσουμε, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε ούτε στο αυθόρμητο της στιγμής, ούτε στον εμπειρισμό (Πόσους αγώνες γνωρίζουμε, διερευνούμε και συμμετέχουμε σήμερα ως ανταγωνιστικό κίνημα; Τους έχουμε μελετήσει για να δούμε τι ζητήματα βάζουν, πως τα βάζουν, να κάνουμε δηλαδή μια συγκριτική μελέτη τους, να έρθουμε σε επαφή με τα υποκείμενα και να τα ρωτήσουμε γι’αυτό που ζητούν και γι’αυτό που επιθυμούν, εν τέλει να αποκτήσουμε μια κρίσιμη μάζα στοιχείων για να δούμε τι συμβαίνει και τι μπορούμε να πούμε για τα «αιτήματα» των αγώνων;) Και φυσικά, όλα αυτά σεβόμενοι απόλυτα την αυτονομία της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας, την αυτονομία της τάξης.
Όσον αφορά αυτό που λένε οι γάλλοι μετακαταστασιακοί, ότι δηλαδή «υπάρχουν αγώνες οι οποίοι λειτουργούν από την αρχή μέχρι το τέλος με τελετουργικό-εκτονωτικό χαρακτήρα», θα θελα καταρχήν να διαβάσω τα επιχειρήματα τους, αν και σε γενικές γραμμές προσωπικά αυτό που μου λένε δεν μου μοιάζει δελεαστικό. Η μόνη περίπτωση που τα αφεντικά πριμοδοτούν ένα αγώνα, προκειμένου να εκτονωθεί, η οποία μπορώ να φανταστώ, είναι όταν φοβούνται την έλευση των αυθεντικών ξεσπασμάτων. Θα έλεγα όμως, ότι σήμερα, τέτοια περίπτωση «πριμοδότησης» είναι εξαιρετικά επισφαλής από την πλευρά τους. Θα έλεγα μάλιστα, ότι το γεγονός ότι ως μοναδικό μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης που βλέπω να παίρνουν, μέτρο που αν μη τι άλλο αποδείχνει μια έλλειψη ευφυϊας από την πλευρά τους, είναι η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών. Αυτό δείχνει και το γεγονός ότι έχουν καταλάβει τουλάχιστον την κρισιμότητα της κατάστασης και αφού δεν θέλουν ή δεν μπορούν να την προλάβουν, φροντίζουν τουλάχιστον να μειώσουν τις τραγικές συνέπειες που μπορεί να έχει για τις τύχες τους. Σ’αυτές τις συνθήκες, παιχνίδια «πριμοδότησης» είναι εξαιρετικά επικίνδυνα. Πάντως όπως κι αν έχει, θα ήθελα την παραπομπή στο συγκεκριμένο κείμενο των γάλλων.
Τώρα όσον αφορά τον Ντωβέ. Τον Ντωβέ τον έμαθα μέσα από την συλλογή άρθρων των παιδιών της Γαλαρίας, «Έκλειψη και επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος». Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, έμεινα κατάπληκτος. Γιατί; Επειδή, έχοντας διαβάσει πολύ (μα πάρα πολύ) Καστοριάδη, θεωρούσα δεδομένα μερικά πράγματα: π.χ. την κατάρρευση του οικονομικού ντετερμινισμού του Κάρολου, ειδικά όπως εκφράζεται μέσα τόσο από το νόμο της αξίας, όσο και από την θεωρία της κρίσης (σαν απόρροια της πτώσης του ποσοστού κέρδους, 3ο κεφάλαιο, 3ου τόμου του Κεφαλαίου). Την συντριβή των σχεδόν μηχανιστικών αντιλήψεων του ιστορικού υλισμού, αλλά και της αντίληψης του εργοστασίου ως απαύγασμα της καπιταλιστικής ορθολογικότητας. Και πάνω από όλα, το μόνο που δεν συγχωρώ στον Κάρολο (όλα τα άλλα δεν με ενδιαφέρουν. Άνθρωπος ήταν ο Κάρολος, έγραψε κάποια σωστά και κάποια λάθος, δικαιούται να κάνει πολλά λάθη, μια που τόσα ενδιαφέροντα και ζωτικά πραγματικά για μας, κατάφερε να σκεφτεί και να γράψει): την αναγωγή της επαναστατικής θεωρίας σε επιστήμη (διαλεκτική επιστήμη).
Οπότε διαβάζοντας αυτό το κείμενο, κι έχοντας στο νου από την άλλη όλη την εμπειρία των κινημάτων του 60 και την σφοδρή κριτική που έκαναν στα μοντέλα οργάνωσης της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας και των πολιτικών μορφών, βλέπω ένα άνθρωπο να ξαναγυρνάει σε ότι εγώ θεωρούσα την πρώτη ύλη μιας ιδεολογίας νεκρής. Άρχισα τότε να κρατάω σημειώσεις, προκειμένου να αρχίσω ένα διάλογο με τους ανθρώπους που δημοσίευεσαν αυτό το βιβλίο.
Έκανα λοιπόν μια ιδεολογική κριτική στο Ντωβέ, ένα κείμενο που δεν βγήκε ποτέ στην δημοσιότητα, επειδή σ’αυτή την φάση, συνάντησα τυχαία την κριτική του Γιάννη Ιωαννίδη, η οποία είχε ήδη αναρτηθεί στο διαδίκτυο.
Η κριτική αυτή συνιστά ένα από τα καλύτερα κείμενα πολιτικής σκέψης που έχει γραφτεί στα ελληνικά την δεκαετία του 2000, ένα κείμενο που εμένα με επηρέασε πάρα πολύ, και με έκανε να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα όσον αφορά ειδικά το ζήτημα μορφή- περιεχόμενο και να βάλω αυτά τα πράγματα σε μια ανταγωνιστική κατεύθυνση, πέρα απότις αφαιρέσεις του Κορνήλιου, όταν σταμάτησε να είναι πολιτικός αγωνιστής κι έγινε διανοούμενος (μιλάμε για διαδικασία βέβαια, δεν μιλάμε για μια στιγμή). Αυτό το κείμενο, 3 κείμενα στην πραγματικότητα, θα στο στείλω μαζί με την απάντηση μου.
Πάμε παρακάτω.
Μα θα μου πεις: δεν είχες βρει τίποτα καλό στο Ντωβέ; Δεν ξέρω φίλε αν υπερβάλλω, αλλά θα σου πω αυτό που είπε κάποτε ο Κορνήλιος, όταν τον του έκαναν αντίστοιχη ερώτηση, γι’αυτό το νεοαντιδραστικό ρεύμα, προπατόρων του μεταμοντερνισμού, που ονομάστηκε «νέοι φιλόσοφοι» στην Γαλλία: «ότι σωστό γράφουν είναι παλιό, έχει ξαναγραφτεί, κι ότι καινούργιο γράφουν δεν είναι απλώς λανθασμένο, είναι αντιδραστικόό»
Σου μοιάζω λίγο σκληρός κι εγώ τώρα, απλά αυτή την εικόνα έχω αποκομίσει από τον Ντωβέ, χωρίς να έχω διαβάσει βέβαια ακόμα την μπροσούρα που έχετε εκδώσει εσείς, ούτε βέβαια την κριτική του βααλ που αναφέρεις (θα την διαβάσω σύντομα την μπορούρα, μπορεί ο Ντωβέ να έχει αλλάξει κάποιες από τις απόψεις του).
Από κει και πέρα, μπορώ μόνο να υποθέσω τι σου αρέσει στον Ντωβέ. Για παράδειγμα εγώ διαβάσα Κορνήλιο, πριν διαβάσω Μαρξ, Λούκατς, κλπ Πολλά πράγματα από αυτά που συνάντησα και μου άρεσαν στον Κορνήλιο για πρώτη φορά, ήταν σκέψεις και ιδέες όλων των παλιών μαρξιστών (και του ίδιου του Μαρξ), αλλά εγώ το απέδιδα στον Κορνήλιο. Μην ξέροντας τα αναγνώσματα σου και την κινηματική εμπειρία από την οποία προέρχεσαι μπορώ να κάνω αυτή την υπόθεση εργασίας σε σχέση με αυτό το ζήτημα. (Η οποία μπορεί να είναι και λάθος φυσικά).
Αυτά για τον Ντωβέ.
Τώρα για τα κοκκινόμαυρα μεροκάματα.
Έχω δεχτεί από διάφορες μπάντες κριτική γι’αυτή την φράση. Για παράδειγμα έχω δεχτεί κριτική από σένα για το κοκκινόμαυρο που μυρίζει πολιτική ταυτότητα, αλλά έχω δεχτεί κριτική κι από συντρόφους για το μεροκάματα, που μυρίζει «αριστερισμό, λογική θυσίας» («αφού δεν γουστάρεις αυτό που κάνεις και το βλέπεις σαν δουλειά, γιατί το κάνεις;», ρωτάνε...).
Λοιπόν, δεν είναι έτσι.
Καταρχήν ένα κομμάτι αυτού του πράγματος συνιστά σημειολογική πλάκα. Δεν μιλάω για κόκκινα μεροκάματα που λένε κάποιοι άλλοι, μιλάω για κοκκινόμαυρα.
Ένα άλλο κομμάτι, που υποθέτω ότι υπήρχε στο μυαλό μου όταν το έγραφα, είχε να κάνει με το εξής. Ότι παρόλο που υπερασπίζομαι μια θέση που λέει ότι η πολιτική δέσμευση εμπεριέχει την βούληση, την χαρά, την απόλαυση του να κάνεις κάτι, και τόσα άλλα θετικά συναισθήματα (κόντρα στις αριστερίστικες λογικές του ιεραποστολισμού και της θυσίας, που ήδη από το 60 είχαν στιγματίσει οι καταστασιακοί, κόντρα δηλαδή στον μιλιταντισμό), παρόλα αυτά πιστεύω ότι εμπεριέχει και τον κόπο, τον μόχθο, την υπευθυνότητα, πράγματα που –ας μην γελιώμαστε- έχουν ένα κόστος. Κι αυτό το κόστος, πρέπει να τον αναλάβουμε συλλογικά. Για να υπενθυμίσω την ανάγκη ανάληψης αυτού του κόστους, έγραψα την συγκεκριμένη φράση.
Από κει και πέρα, σε σχέση με το ζήτημα της ταυτότητας. Είμαι, όπως κι εσύ, ενάντια στην ταυτότητα επειδή διαλύει τις κοινότητες, επειδή δρα διαχωριστικά. Από κει και πέρα, όμως, ας μην ξεχνάμε, είμαστε ιστορικά υποκείμενα. Όσο κι αν δεν θέλω να υπερασπίζομαι μια πολιτική ταυτότητα, και για το λόγο ότι πια δεν έχει κανένα νόημα σαν τέτοια, αφού το σύστημα τις έχει αφομοιώσει όλες, από την άλλη τοποθετώ τον εαυτό μου σε μια συγκεκριμένη παράδοση αγώνων/ πρακτικών/ ιδεών της εκμεταλλευόμενης/ καταπιεζόμενης υποκειμενικότητας, που όπως και να το κάνουμε εκφράστηκε σε πολλές ιστορικές περιόδους (και με) αυτά τα σύμβολα, το κόκκινο και το μαύρο δηλαδή.
Σημαίνει παρά ταύτα αυτό υπεράσπιση ενός πράγματος που το σύστημα έχει αφομοιώσει; Βλέποντας το διαφημιστικό κοκκινόμαυρο αμάξι, που παρήγαγαν ισπανοί εργάτες στα κατειλλημένα εργοστάσια της Καταλωνίας στην διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου (υπάρχει μια τέτοια φωτογραφία στο βιβλίο του Σάιντμαν, που έχει εκδώσει το Κόκκινο Νήμα), (δεν μπορώ παρά να) χαμογελάω. Από την άλλη σκέφτομαι ότι μετά την λαίλαπα του post-modern, ακόμα και αυτή η διαδικασία αφομοίωσης, έχει καταντήσει ιδεολογία: «το σύστημα όλα τα αφομοιώνει». Ρε δεν πάτε στο διάολο..(στους post-modern καραγκιόζηδες αναφέρομαι...).
Όπως βλέπεις δεν έχω απαντήσεις. Επί του πρακτέου, αν θέλεις να μου πεις κάτι παραπάνω επ’αυτού, να το συζητήσω και με τους συντρόφους εδώ, για να μην ξαναβάλω αυτή την φράση σε μια (πιθανή) επόμενη έκδοση του βιβλίου.
Τώρα τι να σου πω για την φαντασιακή θέσμιση; Τι να σου πρώτο-πω. Το μόνο που θα σου πω είναι ότι το θεωρώ ένα χρήσιμο να διαβαστεί βιβλίο, και μόνο από το γεγονός ότι σε βάζει σε διαδικασία να σκεφτείς κάποια πράγματα. Από κει και πέρα. Πια δεν με ενδιαφέρει μια ιδεολογική πολεμική στον Κάρολο, ή στον Κορνήλιο. Πράγματι ικανοποιούμαι πια, με αυτό που σου έγραψα παραπάνω: άνθρωποι ήταν, είπαν κάποια χρήσιμα πράγματα, είπαν κάποια πράγματα που δεν είναι για μας χρήσιμα πια, κάνανε λάθη. Πάντως επέτρεψε μου να σου υπενθυμίσω κάτι : η φαντασιακή θέσμιση είναι ένα δύσκολο βιβλίο. Ένα τέτοιο βιβλίο, όπως και το Κεφάλαιο άλλωστε, δεν μπορεί να γίνει ποτέ της μόδας.Πράγματι, και το Κεφάλαιο δεν έγινε ποτέ της μόδας, ακόμα και στην Σοβιετική Ένωση, ή στην ελληνική μεταπολίτευση. Φαντάσου για παράδειγμα πόσο λίγοι άνθρωποι έχουν διαβάσει, έστω, τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Προσωπικά εγώ δεν ξέρω κανένα σύντροφο να χει διαβάσει ολοκληρωμένα τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, και κανένα επίσης να έχει διαβάσει ολοκληρωμένη την Φαντασιακή Θέσμιση. Είναι τυχαίο αυτό το πράγμα;
Αν θες να το πάω παρακάτω, οι μαρξιστές και οι κομμουνιστές δεν μαθαίνανε σχεδόν ποτέ μαρξισμό και κομμουνισμό διαβάζοντας το Κεφάλαιο, αλλά διαβάζοντας τα βιβλία σχολιασμού, κριτικής και ερμηνείας του Κεφαλαίου (γνωρίζω μια-δύο εξαιρέσεις σ’αυτό : τα πρώτα χρόνια του Σ ή Β, τα μέλη του διαβάζανε το Κεφάλαιο σε ομάδες εργασίας, όπως επίσης την ίδια δουλειά πρέπει να κάνανε κάποιες ομάδες ιταλών αυτόνομων με τα Grundrisse. Επίσης νομίζω ότι σε κάποια φάση, όπως λένε οι ίδιοι αν δεν απατώμαι, κάνανε κάτι αντίστοιχο οι Aufheben).
Για να καταθέσω και μια διαφωνία: αν δεχτούμε την σκέψη του Μαρξ, να ακολουθεί μια διαλεκτική –ας πούμε- ανάπτυξη, η αίσθηση μου λέει ότι δεν ήταν αντιφατικός, όπως υποστηρίζει ο Κορνήλιος, τουλάχιστον στα ύστερα έργα του. Αντίθετα όλο και βυθίζεται στο ντετερμινισμό. Αν πάλι, θεωρούσαμε ότι ο Μαρξ, θεωρεί ο ίδιος ενιαίο το έργο του, τότε μάλιστα, είναι ένας αντιφατικός συγγραφέας.
Τελειώνοντας να σου πω ένα πράγμα: η κριτική σου με βοήθησε να σκεφτώ ορισμένα καινούργια πράγματα, γι’αυτό την θεωρώ σημαντική. Ωστόσο δεν θεωρώ τις απαντήσεις μου ολοκληρωμένες, παρά μόνο στα βασικά τους σημεία. Νομίζω ότι δεν αντιστοιχούν σε ένα μόνο άνθρωπο, οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτεις.δεν μπορούν δηλαδή να είναι ατομικές. Μόνο συλλογικές μπορεί να είναι και αντιστοιχούν και σε μένα και σε σένα και στους κοντινούς μας συντρόφους, κι ακόμα σ’ εκείνο το κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος, που τις θεωρεί τόσο αυτές τις ερωτήσεις, όσο και αυτές τις απαντήσεις, σημαντικές.
Hobo
(1)Τι εννοεί όμως ο Κάρολος με την φράση με την «οικονομική έννοια»; Με την φράση « με την οικονομική έννοια» ο Μαρξ θέλει να πει: χρήμα, ανταλλακτική αξία. Γι’αυτό στο 17ο Κεφάλαιο (Το εμπορικό κέρδος) του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου (σελ. 371-372) ο Μαρξ, προσπαθώντας να δει από που αντλείται υπεραξία στην περίπτωση του εμπορίου (αφού εκεί δεν παράγονται αλλά πωλούνται και αγοράζονται εμπορεύματα), γράφει:
«Αυτό που δημιουργεί δυσκολίες σχετικά με τους μισθωτούς του εμπορίου δεν είναι καθόλου η εξήγηση, με ποιο τρόπο παράγουν άμεσα κέρδος για το αφεντικό τους, αφού δεν παράγουν άμεσα υπεραξία (παραλλαγμένη απλώς μορφή της οποίας είναι το κέρδος).... Παρόλο που η απλήρωτη εργασία αυτών των υπαλλήλων δεν δημιουργεί υπεραξία, δημιουργεί ωστόσο γι’αυτόν την δυνατότητα να ιδιοποιείται υπεραξία, πράγμα που σύμφωνα με το αποτέλεσμα, είναι εντελώς ίδιο για το κεφάλαιο αυτό....Όπως η απλήρωτη εργασία του εργάτη δημιουργεί άμεσα υπεραξία για το παραγωγικό κεφάλαιο, η απλήρωτη εργασία των μισθωτών του εμπορίου προμηθεύει στο εμπορικό κεφάλαιο ένα μέρος αυτής της υπεραξίας».
Επειδή δηλαδή ο Μαρξ, έχει συνεχώς στο κέντρο της ανάλυσης του το νόμο της αξίας και την σχέση εμπόρευμα, επιδιώκει να είναι συνεπής μέχρι τέλους, και να βλέπει σε κάθε στιγμή της κίνησης του κύκλου Χ-Ε-Χ (χρήμα- εμπόρευμα-χρήμα), τις θεμελιώδεις συνιστώσες αυτού του νόμου (τιμή, κέρδος, υπεραξία), συγκεκριμενοποιημένες.
Έλα αδερφέ. Λοιπόν διάβασα τα κείμενα που μου ‘στειλες. Και αυτά του ιωαννιδη και τη δική σου απάντηση. Οπότε πάρε και ένα δεύτερο οκ για τη δημοσίευση και της απάντησης, αν και δεν χρειαζόταν καν…
Καταρχήν πολύ ενδιαφέροντα όλα φυσικά και μου έβαλαν νέα ζητήματα που είτε δεν τα είχα σκεφτεί ποτέ (π.χ. το ζήτημα της αναγνώρισης του προλεταριάτου που λέει ο γ.ι.) ή δεν είχα καταπιαστεί ποτέ τόσο συγκεκριμένα. Θα σου γράψω εδώ κάποια σύντομα σχόλια, αλλά ας ξεκινήσω από κάτι άλλο. Το με πόσο προσοχή διάβασα το βιβλίο!… παίζει λοιπόν πρέπει να ομολογήσω το εξής ζήτημα όσον αφορά την επαφή μου με τη θεωρία… δεδομένου του ότι πρώτη φορά διάβασα κάτι πέρα από λενιν, μανιφέστο και πολιτική οικονομία μετά το 2006, και δεδομένου του ότι μετά το 2006 εντατικοποιήθηκε τόσο η σχολή μου όσο και η ενασχόληση μου με αγώνες στο πρακτικό επίπεδο, είναι αλήθεια ότι τα βιβλία που διαβάζω δεν τα «μελετάω» ακριβώς, αλλά κυρίως τα διαβάζω. Προσεχτικά μεν αλλά ως εκεί. Κατά συνέπεια υπάρχει μια δυσκολία στο να κάνω κτήμα μου το περιεχόμενο ενός γραπτού αν δεν ασχοληθώ ενδελεχώς με αυτό, κι ίσως αυτό να φαίνεται π.χ. σε αυτό που σου έγραψα για τη «φαντασιακή θέσμιση». Σου έγραψα λοιπόν αυτό που μου έμεινε σαν γενικό συμπέρασμα από αυτό το βιβλίο αντί για μια «σοβαρή» κριτική άποψη. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλά ακόμα πράγματα που έχω διαβάσει για τα οποία πολλές φορές μπορεί να έχω ενδεχομένως και συγκεχυμένη άποψη…
Αυτό ας πούμε συνέβη με τον Ντωβέ που κριτικάρει ο Γ.Ι. (έκλειψη) τον οποίο διάβασα μια και μόνη φορά το 2006 οπότε και μου έμεινε μια εικόνα του στυλ «ναι προβληματικά κάποια πράγματα αλλά σημαντική η κριτική στην υπεραριστερά και στην καταστασιακή διεθνή». Φυσικά αυτή η μνήμη με τον καιρό αμβλύνεται αφού διάβασα κατά σειρά τα προλεταριάτο και εργασία, το moral disorder (αυτό το χει μεταφράσει ο Γ.Ι. ? κάτι τέτοιο λέει σε μια υποσημείωση, θα του στείλω e mail), το In for a storm (αυτό πολύ πρόχειρα είναι η αλήθεια), αλλά και τελευταία την κριτική στην πολιτική αυτονομία (όπου εισάγει νομίζω και αυτήν τη «θέση» πάνω στη μορφή την οποία τον κατηγορούμε ότι παραβλέπει)-οψόμεθα: η συζήτηση π.χ. για τη δημοκρατία έχει πολύ ζουμί και στη γαλλία έχει ανοίξει για τα καλά (έχω στα υπόψιν για μελέτη και το debate troploin-theorie communiste που εκδίδει το endnotes) .Ο Γ.Ι. ειδικά όσον αφορά την υπεραριστερά βάζει πολύ σημαντικά ζητήματα, αλλά και φυσικά ισοπεδώνει τον Ντωβέ για τον ντετερμινισμό του και δικαίως απ’ ότι φαίνεται. Για τα συμπεράσματα του βέβαια το συζητάμε…
Μια μόνο παρατήρηση όσον αφορά τη μέθοδο που ισχύει και για τον καστοριάδη. Προσπαθείς λοιπόν να κάνεις κριτική στον ντετερμινισμό του μαρξ και να δείξεις πως είναι συστατικό στοιχείο της σκέψης του. Το να ξεκινήσεις βάζοντας στις προκείμενες σου το τόσο αμφιλεγόμενο (?) «παραγωγικές σχέσεις/ δυνάμεις» του προλόγου στην κριτική…, ως ντε φάκτο πυρήνα της μαρξικής σκέψης είναι νομίζω πρόβλημα. Είναι ταυτολογία, σαν να βάζεις τρικλοποδιά στον εαυτό σου και στη μέθοδο σου, όταν ξεκινάς παίρνοντας σαν δεδομένο αυτό που θες να δείξεις… Αυτή την αίσθηση μου άφησε και η φαντασιακή θέσμιση και ο Γ.Ι. χωρίς να αμφιβάλλω ωστόσο καθόλου για το ντετερμινιστικό στοιχείο της μαρξικής θεωρίας…
Παρακάτω κάποια πράγματα απ την απάντηση σου:
«Ωστόσο, υπάρχουν πράγματι σχέσεις μέσα στον καπιταλισμό, που παρόλο που είναι σχέσεις κυριαρχίας, δεν είναι ταυτόχρονα και σχέσεις εκμετάλλευσης και το αντίστοιχο. Αυτό το πράγμα, επιμένω, δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Δηλαδή η σχέση δασκάλου- μαθητή είναι μεν σχέση κυριαρχίας, δεν είναι όμως ταυτόχρονα σχέση εκμετάλλευσης. Ο δάσκαλος αποφασίζει, οργανώνει,διδάσκει,κλπ ο μαθητής υπακούει, εκτελεί, διδάσκεται. Ο δάσκαλος εργάζεται, άρα παράγει υπεραξία, είναι με την σειρά του εκμεταλλευόμενος και καταπιεζόμενος (δεν διδάσκει ότι θέλει, πρέπει να δώσει λόγο στον προϊστάμενο, κλπ). Από την άλλη, ο δάσκαλος δεν εκμεταλλεύεται τον μαθητή, δεν του αποσπά δηλαδή υπεραξία, όπως όρισα εγώ την εκμετάλλευση.»
Αυτό δεν μου αρκεί εμένα. Ειδικά αυτή η προσέγγιση σε ένα επίπεδο αμεσότητας (όχι πως περιορίστηκες εκεί). Τι πα να πει ο δάσκαλος δεν αποσπά υπεραξία? Δεν το καταλαβαίνω. Μπορεί ο δάσκαλος να μην αποσπά υπεραξία, σίγουρα όμως μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αποσπάται υπεραξία με έμμεσο τρόπο σε ένα δεύτερο χρόνο από το μαθητή, και η εκπαιδευτική σχέση αυτό εξυπηρετεί στην τελική… με την ίδια έννοια κι ο μαρξ λέει ότι η μη παραγωγική εργασία είναι έμμεσα παραγωγική. [καταλαβαίνεις ότι δεν είναι μόνο η «φτώχεια της αριστερας» που με κάνει να ενδιαφέρομαι για αυτό το ξεκαθάρισμα αλλά και η ίδια μου η φοιτητική ιδιότητα. Άλλωστε μια δουλειά που έκανα μέσα στη σχολή προσπαθούσε να δείξει τη φοιτητική δραστηριότητα ως εργασία. Τώρα πόσο «ακριβές» είναι αυτό – αφού ο φοιτητής παραγωγός του εαυτού του ως εργατική δύναμη είναι και [σε ένα πρώτο στάδιο] ιδιοκτήτης αυτού του προϊόντος- πάλι μπλέκουμε με τα άμεσα και έμμεσα και δεν το χω… Μπήκε ωστόσο κάποια στιγμή σαν ζήτημα για μένα, γιατί τον εμπειρισμό όσον αφορά το τι κάνω στο πανεπιστήμιο δεν το γούσταρα και λειτουργούσε αυτή η άποψη σαν κάποιου είδους πλάνο/στρατηγική…
Το ίδιο περίπου ζήτημα μου μπήκε όσον αφορά το εμπόρευμα στην συζήτηση για το «αντιεμπορευματικό στην ελλάδα». Τι σημασία έχει αν το τάδε πράγμα είναι εμπόρευμα, σημασία έχει το αντικείμενο ενταγμένο στην εμπορευματική σχέση εν γένει και όχι στην ειδική-συγκεκριμένη σχέση παραγωγής του…
Πάντως το πιάνεις ωραία το ζήτημα και όπως γράφεις δεν χρειάζεται και να τρελαθούμε κιόλας, αν καταλαβαίνουμε για ποιο πράμα μιλάμε… [εδώ πρέπει να ξαναδιαβάσω την άποψη σου για την κεντρικότητα της εργασίας πάντως να δω τι λες ακριβώς]
Τελοσπάντων. Μπερδεμένα τα γράφω ίσως… πάμε παρακάτω
Εξάλλου υπάρχει και το ζήτημα της «άρνησης της εργασίας».
Είναι φανερό ότι σε ένα αφηρημένο επίπεδο αυτές οι αρχές που προβάλλονται, έχουν την ίδια αξία με τις αρχές «κάτω το κράτος», «κάτω το κεφάλαιο». Στην συγκεκριμένη πραγματικότητα όμως συνιστούν ξεκάθαρη ιδεολογία. Γιατί;
Γιατί απλούστατα την άρνηση της εργασίας, την έχει εφαρμόσει σήμερα η καπιταλιστική σχέση σε όλο το μεγαλείο της και μάλιστα με την βία: «Δεν υπάρχει δουλειά, κόψτε το κεφάλι σας». Μάλιστα όσο βαθαίνει η κρίση, η ανεργία, θα διογκώνεται όλο και περισσότερο. Ποιος εφεδρικός στρατός; Εδώ υπάρχει κρίση!. Έτσι λένε τα αφεντικά. Άντε τώρα εσύ να υπερασπιστείς την άρνηση της εργασίας. Μ’άλλα λόγια αυτό το σύνθημα ανήκει στην εποχή του φορντισμού και των μεγάλων αγώνων που έδιναν στις δεκαετίες 60-70 οι βιομηχανικοί εργάτες και εργάτριες, δηλαδή φιγούρες με μια σταθερή/ εξασφαλισμένη θέση εργασίας σε μια συγκεγκριμένη κοινωνικό- ιστορική συνθήκη, αυτή της κεϋνσιανής ρύθμισης και του κράτους πρόνοιας, απόρροια και απάντηση ταυτόγχρονα σ’αυτούς τους αγώνες. Πως μπορεί να ακουστεί σήμερα αυτό το σύνθημα σε συνθήκες κρίσης, μαζικής ανεργίας, επισφάλειας, υποτίμησης της εργασίας, κλπ; Γραφικό τουλάχιστον....
Σε όλη αυτή την παράγραφο υποθέτω εννοείς την «άρνηση της εργασίας» με εισαγωγικά παντού, με την έννοια που χρησιμοποιείται ο όρος από τον α/α χώρο… αλλιώς κάτι δε μου κάθεται.
Για τους αγώνες με εκτονωτικό χαρακτήρα. Αναφέρομαι κυρίως στην τέταρτη επιστολή της εξόριστης επιτροπής της σορβόννης απ το anitCPE. Ντάξει σνομπαρίες και ίσως και «εξωτερικοί» οι τύποι από τα όσα έχω μάθει, αλλά η άποψη με προβλημάτισε…
Τώρα εδώ παίζει πρόμπλεμ σ’ αυτό που λες στην απάντηση σου «Η μόνη περίπτωση που τα αφεντικά πριμοδοτούν ένα αγώνα, προκειμένου να εκτονωθεί, η οποία μπορώ να φανταστώ, είναι όταν φοβούνται την έλευση των αυθεντικών ξεσπασμάτων.» . Μα ίσως εδώ πρέπει να μιλήσουμε – για το φοιτητικό τουλάχιστον- για τους γραφειοκράτες και τον εκτονωτικό ρόλο των υποκινούμενων κινητοποιήσεων [αυτά βέβαια που λέω σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στο ελληνικό παράδειγμα του κινήματος 2006-07] και την ντεμέκ απείθαρχη κουλτούρα των φοιτητών. Εκεί έγκειται ο από την αρχή ως το τέλος τελετουργικός χαρακτήρας ενός φοιτητικού αγώνα(?) αυτά απλά έβαλα ως παραμέτρους προς συνεκτίμηση. Για τα λοιπά κινήματα δεν έχω κ παραδείγματα, οπότε …γαργάρα.
Τέλος για τα κοκκινόμαυρα μεροκάματα. Εγώ φίλε κατάλαβα ότι αναφερόσουν στη χρηματοδότηση του βιβλίου!!! Οπότε πήγες στο γιαπί και εφόσον διέθεσες το μεροκάματο για το βιβλίο αυτό έγινε αυτόματα κοκκινόμαυρο!!! Χαχαχαχα
Ντάξει η προσέγγιση σου με καλύπτει. Απλά να δεις αν γίνεται κατανοητό έτσι όπως το εννοείς…
Αυτά τα ολίγα και μπερδεμένα αδερφέ.
Keep in touch
Αρσέν
Παρόλο που εγώ σπατάλησα αρκετό καιρό για την απάντηση μου στο σύντροφο, ομολογώ ότι ισχύει και για μένα η παραπάνω προϋπόθεση. Ποιος είναι ο λόγος γι’αυτό; Ο λόγος είναι ότι αφενός τα ζητήματα που βάζει ο Αρσέν ξεπερνάνε κατά πολύ «άτομικές απόψεις» και αφετέρου ότι δεν έχουν βγει πολλές φορές στο δημόσιο χώρο, ώστε να τύχουν επεξεργασίας και διαλόγου, τουλάχιστον στην σημερινή πραγματικότητα του ανταγωνιστικού κινήματος.
Αναρτώ πρώτα την κριτική του Αρσέν και παρακάτω την δική μου κι έπειτα τα πρόσθετα σχόλια που μου έστειλε διαβάζοντας αυτή την απάντηση.
Λοιπόν φίλε Hobo,
Μερικά σχόλια πάνω στο βιβλίο σου
Καταρχήν να πω ότι με το που το άνοιξα είδα τα περιεχόμενα και το ψιλοξεφύλλισα και άρχισα να το διαβάζω, είπα ότι αυτό είναι ένα βιβλίο με αρχίδια, κι αυτό γιατί αφενός είναι μια συνολική προσέγγιση πάνω στο ζήτημα του ανταγωνισμού και κατά δεύτερον τα πιάνει όλα από την αρχή. Ορίζει δηλαδή. Αυτό είναι για μένα ανταγωνισμός, αυτό είναι αγώνας, αυτό είναι τάξη κ.λ.π. Είναι ένα βιβλίο επίσης που έχει στο κέντρο του τους αγώνες και προσεγγίζει με καθαρό τρόπο αυτή τη μέθοδο που άλλοι την έχουν μεν αλλά δεν την έχουν διατυπώσει ρητά
(π.χ. οι Γαλαρίες είναι ένα περιοδικό διαρθρωμένο γύρω από την κεντρικότητα των αγώνων, αλλά δεν έχω διαβάσει να αναπτύσσουν κάπου ρητά αυτό το σκεπτικό)…
Μ’ αυτή την έννοια λοιπόν είναι ένα βιβλίο το οποίο είτε αποδέχεσαι συνολικά την οπτική του και προχωράς εκ των υστέρων σε επιμέρους ζητήματα, είτε λες δε με αφορά αυτή η προσέγγιση και το βάζεις στην άκρη. Εμένα προφανώς με αφορά αυτή η προσέγγιση…
Επίσης πιστεύω ότι ακριβώς η διάρθρωση του και το γεγονός ότι πιάνει πολλά από τα ζητήματα από το μηδέν θα το κάνουν βιβλίο αναφοράς για τα υποκείμενα του ριζοσπαστικού χώρου (ελπίζω δηλαδή). Αυτό πιστεύω ότι θα είναι ένα κέρδος από την κυκλοφορία αυτής της δουλειάς, να βάλει πάλι στο θεωρητικό πεδίο το ζήτημα του αγώνα σαν κέντρο της ανάλυσης μας πράγμα που δεν παίζει ούτε στην αριστερά ούτε στο μεγαλύτερο μέρος της αναρχίας… Όπως και να χει εγώ ήδη έχω αρχίσει να το προτείνω με μια τέτοια λογική, σε νέους π.χ. συντρόφους που πρώτη φορά ασχολούνται με τη θεωρία, στο πολιτικό μου περιβάλλον κλπ
Ας πάμε όμως σε κάποια επιμέρους σημεία…
Καταρχήν το έχομε ξανασυζητήσει και στο μπλογκ του βα.αλ.: το σχήμα εκμετάλλευση – κυριαρχία που χρησιμοποιείς…
Κρατώντας κάποιες σημειώσεις όταν διάβαζα το βιβλίο είχα γράψει τα εξής:
Νομίζω πως το μεθοδολογικό σχήμα που διάλεξες, εκμετάλλευση-κυριαρχία, κάπου χωλαίνει. Καταρχήν ο ορισμός της εκμετάλλευσης ως απόσπασης υπεραξίας, για μένα είναι προβληματικός κι αυτό γιατί -παρά τις παραδοχές που κάνεις πως δεν υφίσταται ε. χωρίς κ. και αντίστροφα- ξανανοίγει το ζήτημα της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, ένα ζήτημα που η αριστερά δεν το χει ξεπεράσει αλλά και γενικά δεν υπάρχει κοινωνικά ή τουλάχιστον στο ριζοσπαστικό χώρο μια σαφής συζήτηση για αυτό. Για τους αριστερούς υπεραξία παράγουν οι χειρώνακτες, και οι φοιτητές π.χ. παράγουν αρχίδια (αφού το πανεπιστήμιο είναι μόνο ιδεολογικός μηχανισμός).
Για μένα υπεραξία παράγεται παντού (όπως και για σένα όταν παρακάτω λες υπεραξία παράγει ο μπάτσος, ο υπάλληλος κ.λ.π. κ.λ.π). Επίσης θεωρώ ότι υπεραξία παράγεται και έξω από τη μισθωτή συνθήκη (εφόσον η μισθωτή σχέση είναι ακριβώς αυτό σχέση, ανεξάρτητα από το μοριακό επίπεδο στο οποίο μελετάμε κάθε φορά το αν παράγεται ή όχι υπεραξία), με την έννοια ότι υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από σχέσεις που είναι ικανές και κυρίως αναγκαίες συνθήκες για να παραχθεί άμεσα ή έμμεσα υπεραξία. Για μένα π.χ. υπεραξία παράγεται και όταν ο άντρας δέρνει τη γυναίκα του. Δεν είναι μια σχέση όπου εγώ βλέπω την εξουσία…
ότι εκμετάλλευση είναι κυριαρχία και κυριαρχία είναι εκμετάλλευση.
Ο διαχωρισμός που κάνεις λοιπόν για μένα καταλήγει λόγω των όσων λες παρακάτω στην απλή ταυτολογία
Καταυτήν την έννοια ορίζοντας την εκμετάλλευση εγώ θα έλεγα ότι είναι η άσκηση εξουσίας (κυριαρχίας) με σκοπό την απόσπαση υπεραξίας. Φυσικά και αυτό είναι ένας ιστορικός ορισμός που ισχύει μέσα στο καπιταλιστικό δίκτυο σχέσεων και δεν επιδιώκει να εξηγήσει κάτι για προηγούμενες μορφές σχέσεων ούτε λέει ότι η εξουσία (κάτι που για μένα είναι αφηρημένο αν λέγεται έτσι αφηρημένα) είναι κάτι που υπάρχει διιστορικά όπως λένε διάφοροι αναρχικοί. Άλλη η εξουσία και οι στόχοι της στη φεουδαρχία (π.χ. θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εξουσία στη φεουδαρχία αναπαράγει το μύθο και επιβάλλει την υποταγή του δουλοπάροικου στον αφέντη-τον παπα(τον πατριάχη γενικά) και άλλη η εξουσία στον καπιταλισμό
-η συζήτηση πάντως για παλιότερα συστήματα σχέσεων είναι πάντα κάτι στο οποίο κολλάω και δεν έχω μια τόσο ξεκάθαρη άποψη. Σίγουρα όμως δεν με ελκύει κανένας διιστορικός ορισμός της εξουσίας, όπως αυτός που γουστάρει η αναρχία, καθώς συγκαλύπτει άπειρα ράγματα και στο φινάλε την ίδια την ουσία της σχέσης κεφάλαιο-
Όπως τα βλέπω τώρα αυτά τα σχόλια, προφανώς και ίσως να τους λείπει ένα βάθος και μια σαφήνεια, αλλά επιμένω ότι η αίσθηση που μου βγάζει το βιβλίο –παρά το ότι έχεις προσέξει να γράφεις πλάι πλάι τις λέξεις εκμετάλλευση –κυριαρχία- είναι το ότι βλέπεις δύο στιγμές στην καπιταλιστική σχέση και αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο όταν παίζουν τόσες θεωρίες περί σχετικής αυτονομίας των μορφών εμφάνισης της εκμεταλλευτικής σχέσης...
Anyway. Πες μου κι εσύ ίσως πως το βλέπεις, που διαφωνείς κ.λ.π.
Κάποια ζητήματα όπως οι μοριακές συμπεριφορές ή την πανταχού παρουσία επίσης δεν έχουν επεξεργαστεί ρητά από κανέναν, παρά τις αναρχικές φλυαρίες κατά καιρούς για τις μοριακές συμπεριφορές σε ένα ηθικο-ιδεολογικό επίπεδο.
Αν και περιγράφεις πολύ καλά το ζήτημα των μοριακών συμπεριφορών και της δυναμικής που κυοφορούν, εμένα το ζήτημα της πανταχού παρουσίας με προβληματίζει κάπως. Και αυτό γιατί δεν κάνει ξεκάθαρο ποιοι αγώνες μπορούν να δημιουργήσουν κομμουνιστική προοπτική. Π.χ. στο θέμα της ενσωμάτωσης των αγώνων πιστεύω πως χρειάζεται πολύ προσοχή. Εγώ έχω γράψει πως η άποψη που βγάλαν οι γάλλοι μετα-καταστασιακοί το 2005 ότι υπάρχουν αγώνες οι οποίοι λειτουργούν από την αρχή μέχρι το τέλος με τελετουργικό-εκτονωτικό χαρακτήρα μου είναι πολύ δελεαστική. Γράφεις εσύ ας πούμε για τον εκτονωτικό χαρακτήρα των εθιμοτυπικών απεργιών που ωστόσο μέσα στην αντίφαση του εμπεριέχει και την πιθανότητα της συνάντησης των υποκειμένων παρά το τι θέλουν οι γραφειοκράτες. Αυτή νομίζω είναι μια έμφαση σου στη μορφή. Απ την ανάποδη εγώ θα έλεγα υπάρχουν και αυτόνομοι αγώνες οι οποίοι στερούμενοι περιεχομένου δε διαφέρουν σε τίποτα από μια εθιμοτυπική απεργία.
Δεν ξέρω αν είμαι λίγο σκληρός. Αλλά γενικά έχω την τάση να βλέπω την αρνητική πλευρά της αντίφασης συνήθως, γι αυτό και το επισημαίνω αυτό το σημείο. Άνθρωποι ας πούμε όπως το midnight notes αν δεις την προσέγγιση που έχουν για την κρίση (π.χ. το κείμενο του deangelis για την κρίση στα subprime/ αυτό το μεταφράσαμε θα το ανεβάσουμε κάποια στιγμή), βάζοντας κι αυτοί τους αγώνες στο κέντρο της ανάλυσης τους και βγάζουν έναν τριτοκοσμισμό ο οποίος ωστόσο δε μας λέει αν οι αγώνες αυτοί στον τρίτο κόσμο βγάζουν μια κομμουνιστική προοπτική ή αν είναι αγώνες με όρια πολύ συγκεκριμένα και εξαρτώμενα εν μέρει από το επίπεδο της εξαθλίωσης στις χώρες αυτές. Τέλος πάντων . μεγάλη κουβέντα… περισσότερο τροφή για σκέψη όλα αυτά…
Τώρα μερικές ίσως και άχρηστες παρατηρήσεις – λεπτομέρειες
>τα κοκκινόμαυρα μεροκάματα!!! Η συγκεκριμένη φράση με έκανε να χασκογελάσω γιατί μύριζε πολιτική ταυτότητα, αντίθετα με ΌΛΟ το υπόλοιπο βιβλίο (εντυπωσιακό!)… αν θες πες εσύ τι εννοούσες και ήθελες να πεις, λεπτομέρειες λέμε αλλά τα γράφω χαμένα δεν πάνε…
>Το σχόλιο για τον Dauve. Ίσως να έχεις ένα δίκιο ότι ο ΝΤ. Δίνει βάρος στο περιεχόμενο και ξεχνάει τη μορφή αλλά δεν μπορείς να ξεπετάς έτσι όλη τη δουλειά που έχει κάνει με μια υποσημείωση. Έγραψες κι αυτό το μετα-καταστασιακός διανοούμενος και τον αποτέλειωσες. ¨όπως και να χει σου λέω ίσως να χεις εν μέρει δίκιο, το διαπιστώσαμε κι εμείς μετά την κριτική που έκανε ο βα.αλ στην αλίκη στη χώρα των τεράτων, αλλά σίγουρα ο Ντ. Είναι εργαλείο και δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα μαζί του …
>Η φαντασιακή θέσμιση. Κάπου την χρησιμοποιείς σαν βιβλιογραφία. Εγώ να σου πω την αλήθεια θα το απέφευγα. Πιστεύω ότι η φαντασιακή θέσμιση και ειδικά το πρώτο της μέρος της κριτικής στο μαρξ-μαρξισμό, σε καμία περίπτωση δεν είχε διάθεση να παρουσιάσει το μαρξικό έργο σαν έργο αντιφατικό. Ο καστοριάδης σκίζεται να μας αποδείξει ότι ο ντετερμινισμός είναι εγγενές στοιχείο στον μαρξ (παρά τα γλυψιματικά του περί τι μεγάλο μυαλό που ήταν ο μαρξ) και επικαθοριστικό όλων όσων λέει… Και γενικά η φαντασιακή θέσμιση μου τη σπάει σα βιβλίο αφενός γιατί είναι διανοουμενίστικο, αφετέρου γιατί είναι της μόδας και στην ουσία γιατί προσπαθεί να δώσει βάρος στην πολιτική πάλη σε βάρος του κοινωνικού ανταγωνισμού… Ιδεαλισμός δηλαδή με λίγα λόγια. [για να μην υπάρξει παρεξήγηση για τον πρώιμο καστοριάδη δεν έχω κανένα ζήτμα. Άλλωστε κι εγώ ξεπέρασα το λενινισμό διαβάζοντας την «πείρα». Το Σ ή Β νομίζω ότι είναι κι αυτό πολύ χρήσιμο εργαλείο.] Τέλοσπάντων, κι αυτά κάπως λεπτομέρειες…
Αυτά σε γενικές γραμμές αδερφές. Keep up the good work…
Κι ελπίζω πραγματικά να ανταμειφθεί ο κόπος σου (σας) και να γίνει αυτό το βιβλίο , βιβλίο αναφοράς για το κίνημα
Αρσέν
Σύντροφε και φίλε Αρσένιε.
Καταρχήν 3 ευχαριστώ. Σ’ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Σ’ευχαριστώ που διάβασες με τόσο προσοχή το βιβλίο. Σ’ευχαριστώ που αποφάσισες να κρατήσεις σημειώσεις και να εκφράσεις γραπτά τις παρατηρήσεις και την κριτική σου σ’αυτό.
Νομίζω πως χοντρικά μπαίνουν δύο (κύρια) ζητήματα στην κριτική σου. Μόνο που τα ζητήματα αυτά, είναι τόσο κρίσιμα (ειδικά το δεύτερο) και απαιτούν αρκετή συλλογική εργασία και εμπειρία για να απαντηθούν στην πράξη, που αναγκαστικά θα κάνω απλά μια απόπειρα για να τα απαντήσω. Μια απόπειρα κατά την οποία (ειδικά στο δεύτερο ζήτημα), θα προσπαθήσει να σκιαγραφήσει με συγκεκριμένο τρόπο, μόνο τις συνισταμένες μιας πιθανής -πιο ολοκληρωμένης- απάντησης.
Το πρώτο ζήτημα αφορά τον ορισμό της εκμετάλλευσης/ κυριαρχίας και το πως ένας τέτοιος ορισμός σχετίζεται με το ζήτημα της παραγωγικής/ μη- παραγωγικής εργασίας.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά την πανταχού παρουσία του ανταγωνισμού και πως αυτή σχετίζεται με τους αγώνες που έχουν μια προοπτική κομμουνιστική.
Ας αρχίσουμε από το πρώτο ζήτημα λοιπόν. Ότι ο ορισμός της εκμετάλλευσης ως απόσπασης υπεραξίας είναι προβληματικός επειδή ξανανοίγει το παλιό πρόβλημα παραγωγική/ μη- παραγωγική εργασία. Πρόβλημα που βαραίνει πολύ στην παράδοση του επαναστατικού κινήματος, ακόμα και σήμερα, όταν π.χ. κάποιες ακροαριστερές σέχτες αρνούνται να αναγνωρίσουν τον τριτογενή τομέα σαν τομέα παραγωγής, και μιλάνε μόνο για τους εργάτες της βιομηχανίας. Άρα με ένα τρόπο (αν και κάποιος μπορεί να ρωτήσει: Ποιος ασχολείται με την φτώχεια της άκρας αριστεράς;) απασχολεί κεντρικά κάποιον κόσμο. Άρα αξίζει να ασχοληθούμε λίγο μαζί του.
Καταρχήν να πω ότι όλοι οι ορισμοί που δίνονται στο βιβλίο (εκμετάλλευση, κυριαρχία, κοινωνικός ανταγωνισμός, αγώνας, τάξη, κλπ, κλπ) είναι δικοί μου ορισμοί. Δεν τους βρήκα σε κανένα εγχειρίδιο κοινωνιολογίας, πολιτικών επιστημών, αλλά ούτε και σε κανένα «επαναστατικό» βιβλίο, του τύπου του Κεφαλαίου, κλπ Τολμώ να πω ότι δεν τους έχω καν συζητήσει με συντρόφους, μέσα σε συλλογικότητες κλπ, παρόλο που έχω κάνει δεκάδες σχετικές συζητήσεις με συντρόφους, φίλους, κλπ. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή γενικά η κατανομοσία είναι μια πράξη εξαιρετικά δύσκολη, αν κάποιος θέλει να είναι συγκεκριμένος. Μια πράξη θα έλεγα με κόστος, που γι’αυτό υπερβαίνεται εύκολα, ακόμα και στα πλαίσια σοβαρών συζητήσεων, σοβαρών συγγραφέων, ή ακόμα και σοβαρών πολιτικών εγχειρημάτων. Υπερβαίνεται στην λογική, «οκ δεν έχουμε απαντήσεις σε όλα, έχουμε μόνο σ’αυτά που μας χρειάζονται, σ’αυτά που αφορούν άμεσα αυτό για το οποίο πάμε να καταπιαστούμε». Παραβλέπεται ακόμα στην λογική ότι «εδώ δεν κάνουμε φιλοσοφία, εδώ ασχολούμαστε με την δράση», κλπ, κλπ
Κατά την γνώμη μου αυτό δεν είναι και τόσο σωστό. Δεν είναι και τόσο σωστό, αν κάποιος/ κάποιοι θέλουν να είναι συγκεκριμένοι.
Γι’αυτό παρόλο που γενικότερα υπάρχουν προβλήματα όταν πρέπει να φτάσεις στις ρίζες/ πηγές των πραγμάτων, όταν δηλαδή είσαι αναγκασμένος να ορίσεις (ο Καστοριάδης. αντιμετωπίζει σαν τέτοια αυτά τα προβλήματα όταν γυρίζει στον Κάντορ για να ανακαλύψει το σημείο μηδέν της δυτικής μεταφυσικής), ωστόσο αυτό ακριβώς είναι και το δύσκολο του να μιλήσεις συγκεκριμένα στο σήμερα, πηγαίνοντας μπροστά την κατανόηση και την ερμηνεία του κόσμου. Όχι με φιλοσοφικους όρους μόνο, αλλά με όρους πολιτικούς, με όρους θεωρητικοπρακτικούς.
Ας πάμε τώρα στο συγκεκριμένο που βάζεις. Το ζήτημα της παραγωγικής/ μη-παραγωγικής εργασίας μπαίνει στον Μαρξ, αν και αργότερα καταφέρνει να το παρακάμψει σε ένα βαθμό (γι’αυτό άλλωστε σωστά λέει ο Κορνήλιος ότι ο Μαρξ είναι ένας συγγραφέας αντιφατικός, επειδή αντίφαση σημαίνει συνύπαρξη αντιθέτων σε μια ενότητα, η οποία συνύπαρξη οδηγεί κάποτε στην αναπόφευκτη διάλυση της ενότητας, και ο Μαρξ γράφει πράγματα στα διάφορα βιβλία του, τα οποία δεν μπορούν να συνυπάρξουν ταυτόχρονα σε μια ενότητα) επειδή ξεκινάει την ανάλυση του Κεφαλαίου από το εμπόρευμα.
« Ο πλούτος των κοινωνιών που κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα ... γι’αυτο θα ξεκινήσουμε την ανάλυση του από το εμπόρευμα», λέει στην πρώτη φράση του πρώτου τόμου Κεφαλαίου.
Εγώ, εσύ, εμείς, ας πούμε οι σύγχρονοι αγωνιστές,όπως εξάλλου κι όλοι μετά από τον Μαρξ, μικροί, μεγάλοι, ασήμαντοι, σημαντικοί αγωνιστές, κλπ που έχουν γράψει πέντε πραγματάκια, έχουμε πολύ Μαρξ μέσα στο κεφάλι μας και μέσα στα γραπτά μας (όπως ο Μαρξ είχε πολύ Αριστοτέλη, πολύ Πλάτωνα, πολύ Σπινόζα, πολύ Φίχτε, πολύ Χέγκελ, πολύ Φόυερμπαχ, πολύ Ουτοπικούς, πολύ ανώνυμο συλλογικό εργατικό κίνημα, κλπ). Ωστόσο έχουμε και διαφορές. Για παράδειγμα εγώ το βιβλίο και την ανάλυση μου, την ξεκινάω από τις σχέσεις εκμετάλλευση/ κυριαρχία.
Προφανώς και ο Μαρξ μιλώντας για εμπόρευμα, δεν μιλάει για άψυχο προϊόν, αλλά μιλάει για ένα μέσο διαμεσολάβησης σχέσεων. Μιλάει πράγματι έμμεσα για σχέσεις. Επειδή όμως μιλάει έμμεσα για σχέσεις, κι όχι άμεσα, αυτό είναι ένα πρώτο διττό πρόβλημα. Αφενός επειδή ιστορικοποιεί το εμπόρευμα, θεωρώντας το καπιταλιστική αποκλειστικά εφεύρεση, πράγμα που είναι λάθος. Αφετέρου, επειδή αναγκάζεται να αντιμετωπίσει ένα θεωρητικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα που το εισάγει ο Άνταμ Σμιθ, όπως παραδέχεται ο ίδιος: και τι γίνεται με σχέσεις της καπιταλιστικής συνθήκης, που το εμπόρευμα δεν εμφανίζεται σαν άμεσο προϊόν τους, δεν εμφανίζεται στην άμεση εμπειρία μας; Έτσι του προκύπτει το πρόβλημα της παραγωγικής/ μη- παραγωγικής εργασίας.
Λέει λοιπόν στην παράγραφο για την παραγωγική και μη- παραγωγική εργασία των Grundrisse(β΄τόμος,σελ. 225):
Παραγωγική εργασία είναι απλά εκείνη που παράγει κεφάλαιο. Δεν είναι τρέλα, ρωτά έτσι (ή τουλάχιστο κάπως παρόμοια) π.χ ο κ. Σήνιορ, ο κατασκευαστής πιάνων να θεωρείται παραγωγικός εργάτης αλλά ο πιανίστας όχι, παρόλο που χωρίς τον πιανίστα το πιάνο θα ήταν βέβαια παραλογισμός; Και όμως αυτή ακριβώς είναι η αλήθεια. Ο κατασκευαστής πιάνων αναπαραγάγει κεφάλαιο• ο παινίστας απλά ανταλλάζει την εργασία του με εισόδημα. Όμως ο πιανίστας παράγει μουσική και ικανοποιεί το μουσικό μας αισθητήριο, και από μια άποψη το παράγει; Πραγματικά η εργασία του κάτι παράγει αυτό όμως δεν την κάνει παραγωγική εργασία με την οικονομική έννοια(1), όπως δεν είναι παραγωγική και η εργασία του τρελού, που παράγει φαντασιώσεις. Παραγωγική είναι η εργασία μόνο στο βαθμό που παράγει το αντίθετο της. Γι’αυτό άλλοι οικονομολόγοι θεωρούν το λεγόμενο μη- παραγωγικό εργάτη έμμεσα παραγωγικό. Για παράδειγμα, ο πιανίστας προωθεί την παραγωγή εν μέρει δίνοντας στο άτομο μας πιο δραστήρια, πιο ζωντανή διάθεση, ή ακόμα και με την κοινή έννοια ότι ξυπνά μια καινούργια ανάγκη, που για την ικανοποίηση της θα ξοδευτεί περισσότερος κόπος στην άμεση υλική παραγωγή...»
Είναι φανερό ότι ο Μαρξ, παρόλο που σε κάποια σημεία αυτής της παραγράφου είναι ρητός (παραγωγική εργασία είναι αυτή που παράγει κεφάλαιο), σε κάποια άλλα τα μπερδεύει (η εργασία του πιανίστα δεν είναι παραγωγική με την οικονομική έννοια ).
Στο Κεφάλαιο αντίθετα και συγκεκριμένα στο 14ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου (σελ. 525), είναι πια ξεκάθαρος.
Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν είναι μόνο παραγωγή εμπορευμάτων, είναι στην ουσία παραγωγή υπεραξίας. Ο εργάτης δεν παράγει για τον εαυτό του, αλλά για το κεφάλαιο. Γι’αυτό δεν είναι πια αρκετό ότι γενικά παράγει. Πρέπει να παράγει υπεραξία.
Και λίγο παρακάτω μια φράση μαγική, μια φράση τρομερής διαύγειας, μια φράση ωστόσο που να την πάρουμε τοις μετρητοίς καταρρέει όλο το οικοδόμημα αυτού του αριστουργήματος πολιτικής φιλοσοφίας που λέγεται Κεφάλαιο:
Η έννοια λοιπόν του παραγωγικού εργάτη καθόλου δεν περικλείνει μονάχα μια σχέση ανάμεσα στην δράση και στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, ανάμεσα στον εργάτη και στο προϊόν εργασίας, αλλά περικλείνει και μια σχέση παραγωγής ειδικά κοινωνική, που έχει γεννηθεί ιστορικά και βάζει στον εργάτη τη σφραγίδα του άμεσου μέσου αξιοποίησης του κεφαλαίου.
Γιατί αυτή η φράση αυτή είναι για το Κεφάλαιο ότι ήταν τα αεροπλάνα στους Δίδουμους Πύργους την 11η Σεπτεμβρίου; Επειδή ο Κάρολος σ’αυτό το σημείο δείχνει να υποψιάζεται, ότι κατά κάποιο τρόπο δεν είναι το εμπόρευμα το μοναδικό/ κεντρικό στοιχείο της καπιταλιστικής σχέσης, ή είναι μόνο έμμεσα. Αλλά είναι η μισθωτή εργασία αυτό το κεντρικό στοιχείο, ως η σχέση που παράγει εμπορεύματα σαν ειδικές μορφές του κέρδους, σαν υπεραξία,.
Μ’αυτή την έννοια σε εμένα δεν μπαίνει το πρόβλημα παραγωγική/ μη- παραγωγική εργασία, επειδή ακριβώς αντιμετωπίζω σαν κεντρικό στοιχείο της καπιταλιστικής σχέσης την μισθωτή εργασία καθ’αυτήν, όχι το εμπόρευμα. Κι αυτό δεν το κάνω για θεωρητικούς λόγους, ούτε για να αποφύγω τα λάθη του Κάρολου. Το κάνω γιατί πράγματι θεωρώ ότι εμπόρευμα δεν είναι μια καπιταλιστική πρωτοτυπία, υπάρχει και σε πρωτογενέστερες ιστορικές περιόδους. Υπάρχει σαν προϊόν βγαλμένο από άλλες σχέσεις, από σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης προφανώς, όχι όμως από τις καπιταλιστικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, σχέσεις όχι με τον ειδικό ανταγωνιστικό χαρακτήρα αυτών των σχέσεων, που είναι ταυτόχρονα σχέσεις εξάρτησης και ελευθερίας μεταξύ των δύο μερών.
Από κει και πέρα υπάρχει ένα ευρύτερο ζήτημα, το ζήτημα της ταύτισης ή όχι των δύο σχέσεων εκμετάλευση/ κυριαρχία Το γιατί δεν ταυτίζονται οι δύο αυτές σχέσεις είναι αυτονόητο ακόμα και σε εμπειρικό επίπεδο, γι’αυτό το αναφέρω μέσα στο βιβλίο. Ακόμα και στο άμεσο εμπειρικό επίπεδο υπάρχουν εργασίες που δεν παράγουν άμεσα αλλά έμμεσα υπεραξία. Αυτό δεν τις κάνει μη- παραγωγικές. Είπαμε ότι όπου υπάρχει εργασία, υπάρχει εκμετάλλευση και άρα παραγωγή υπεραξίας. Ωστόσο, υπάρχουν πράγματι σχέσεις μέσα στον καπιταλισμό, που παρόλο που είναι σχέσεις κυριαρχίας, δεν είναι ταυτόχρονα και σχέσεις εκμετάλλευσης και το αντίστοιχο. Αυτό το πράγμα, επιμένω, δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Δηλαδή η σχέση δασκάλου- μαθητή είναι μεν σχέση κυριαρχίας, δεν είναι όμως ταυτόχρονα σχέση εκμετάλλευσης. Ο δάσκαλος αποφασίζει, οργανώνει,διδάσκει,κλπ ο μαθητής υπακούει, εκτελεί, διδάσκεται. Ο δάσκαλος εργάζεται, άρα παράγει υπεραξία, είναι με την σειρά του εκμεταλλευόμενος και καταπιεζόμενος (δεν διδάσκει ότι θέλει, πρέπει να δώσει λόγο στον προϊστάμενο, κλπ). Από την άλλη, ο δάσκαλος δεν εκμεταλλεύεται τον μαθητή, δεν του αποσπά δηλαδή υπεραξία, όπως όρισα εγώ την εκμετάλλευση. Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει καταρχήν ότι υπάρχει ένα πράγμα στην πολιτική θεωρία που λέγεται σχηματικότητα (αγία σχηματικότητα!, αναφώνησε κάποτε ο Νέγκρι). Αυτή η σχηματικότητα, εγώ καταλαβαίνω ότι σημαίνει, ότι αναγκαστικά μιλάμε για κάποια πράγματα/φαινόμενα, με ένα όχι απόλυτα καθορισμένο τρόπο, με ένα τρόπο μη- απόλυτα καθορίσιμο. Αυτό όμως δεν σημαινει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε καθόλου για τα πράγματα/φαινόμενα, κάθε άλλο. Μία πέτρα αν την αφήσουμε να πέσει από κάποιο ύψος, θα πέσει κάτω στην γη, είτε βρισκόμαστε στο βόρειο πόλο, είτε στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Θα πέσει φυσικά με διαφορετική ταχύτητα στην γη στις δύο αυτές περιπτώσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε σε ένα σημαντικό βαθμό να καθορίσουμε την πορεία της. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για κάθε πέτρα που αφήνουμε από οποιοδήποτε ύψος από την επιφάνεια της γης, μικρότερο από την ακτίνα της. Μπορούμε να καθορίσουμε σε ένα βαθμό την πορεία της, δεν μπορούμε να την καθορίσουμε απόλυτα. Με άλλα λόγια: η σχηματικότητα, στο βαθμό που κατανοούμε την ύπαρξη της δουλεύει.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση (εγώ πιστεύω και γι’αυτό) γράφω στο βιβλίο το εξής: ότι στην πραγματικότητα ακόμα κι αν σε κάθε καπιταλιστική σχέση δεν μπορούμε να διακρίνουμε άμεσα τις σχέσεις εκμετάλλευση/ κυριαρχία, αν αυτές τις σχέσεις τις τοποθετήσουμε μέσα στο κοινωνικό- ιστορικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται, τότε θα τις διακρίνουμε. Αυτό το σχήμα, δεν το χρησιμοποίησα για να κάνω συνεκτική την θεώρηση μου, αλλά επειδή κατά την γνώμη μου αυτό ισχύει. Γιατί μπορεί για τις ανάγκες της περιγραφής, της ανάλυσης και της κατανόησης ενός κειμένου, να αναγκαστεί κάποιος να μιλήσει τμηματικά για ένα πράγμα, π.χ για το κύτταρο του ήπατος, αλλά στην πραγματική ζωή (in-vivo, που λέμε και στην βιολογία), αυτό που περιγράφουμε για το ένα κύτταρο δεν ισχύει μέχρι τέλους, ούτε όσον αφορά την ανατομία του, ούτε όσον αφορά την φυσιολογία του (και προφανώς την παθοφυσιολογία του). Γιατί; Μα γιατί το κύτταρο είναι μια δυναμική ενότητα, που εντάσσεται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο δίκτυο αλληλεπιδράσεων, πράγμα που κάνει πρακτικά αδύνατο να προβλέψουμε μέχρι τέλους τόσο την συμπεριφορά του, όσο και την κατάσταση του μια συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τους ηπατολόγους να θεραπεύουν με σχετικά καλά αποτελέσματα την κατάσταση καταστροφής του ηπατοκυττάραυ που λεγεται ηπατίτιδα C, έτσι δεν είναι;
Με τον ίδιο τρόπο, μια σχηματική αντίληψη (όχι φυσικά: η οποιαδήποτε σχηματική αντίληψη) στην περίπτωση μας, μπορεί να μας βοηθήσει να παράγουμε ανταγωνιστική πολιτική, αρκετά επιτυχημένη μάλιστα, όπως μας έχει δείξει η ιστορική εμπειρία κάποιων παραδειγμάτων.
Πάμε τώρα στο δεύτερο ζήτημα που θέτεις. Αν ο κοινωνικός ανταγωνισμός βρίσκεται παντού, ποιοι είναι οι αγώνες που μπορούν να δημιουργήσουν κομμουνιστική προοπτική;
Καταρχήν πίσω από αυτό το ερώτημα, υπάρχει ένα πρώτο ζήτημα δικό μου: τι ακριβώς σημαίνει αγώνας που δημιουργεί κομμουνιστική προοπτική; Να υποθέσω ότι σημαίνει αγώνας που μέσα στο περιεχόμενο και στην μορφή του κυοφορεί ιδέες ισότητας, αυτοοργάνωσης, αυτονομίας, ελευθερίας, I κλπ; Ή να υποθέσω ότι αγώνας που δημιουργεί κομμουνιστική προοπτική, είναι αγώνας που μπορεί να πάει παρακάτω, να λειτουργήσει σαν πυροκροτητής κλπ, κάτι αντίστοιχο με αυτό που εννοούν οι τροτσκιστές όταν διακηρύσσουν την πίστη τους στην γενική απεργία ως το «γενική πρόβα» της επανάστασης; Ή τέλος να υποθέσω ότι αυτό σημαίνει, έναν αγώνα, που μέσα στα περιεχόμενα του -κι ανεξάρτητα από τις μορφές που παίρνει-, κυοφορεί τις κομμουνιστικές αξίες;
Έχω την εντύπωση ότι κυρίως αναφέρεσαι στην πρώτη περίπτωση έχοντας στην προοπτική του βλέμματος σου την δεύτερη. Ή τουλάχιστον: εγώ αν μου βάζανε αυτή την ερώτηση (ποιος αγώνας δημιουργεί κομμουνιστική προοπτική;), αυτό θα αντιλαμβανόμουν.
Στην βάση αυτής της υπόθεσης θα ξεκαθαρίσω περαιτέρω τι εννοώ, όχι τόσο όταν μιλάω για «πανταχού παρουσία» του ανταγωνισμού, αλλά κυρίως όταν αναφέρομαι στην ανάγκη συμμετοχής/ μελέτης/ διερεύνησης/ κυκλοφορίας των αγώνων.
Καταρχήν να συμφωνήσουμε ότι για να ανακαλύψουμε ποιοι αγώνες δημιουργούν κομμουνιστική προοπτική, πρέπει (τουλάχιστον) να διερευνήσουμε αυτούς τους αγώνες. Όταν εγώ λέω ότι μια εθιμοτυπική απεργία της ΓΣΕΕ συνιστά αγώνα, που μπορεί να δώσει την ευκαιρία σε κάποιους εργαζόμενους να συναντηθούν (υλισμό της συνάντησης!, το λένε κάποιοι ,νομίζω, αυτό), να γνωριστούν μεταξύ τους και να φτιάξουν μια κοινότητα αγώνα, δεν εμμένω στην μορφή, ούτε στο περιεχόμενο της εθιμοτυπικής απεργίας, ή της συνάντησης και της δημιουργίας της κοινότητας. Εμμένω στην ίδια στην κοινωνικό- ιστορική συγκυρία και στην ευκαιρία που μπορεί να δώσει για να δημιουργηθεί μια καταρχήν κοινότητα που θα βάλει στο κέντρο της δραστηριότητας την κριτική τόσο στην μορφή, όσο και στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης κινητοποίησης.
Ας πάρουμε κάποιες προϋποθέσεις για να συζητήσουμε παραπέρα αυτή την σχέση.
Προϋπόθεση πρώτη: υπάρχουν περιπτώσεις αγώνων με περισσότερα ενδιαφέρον από την άποψη της κομμουνιστικής προοπτικής από άλλους.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν περιπτώσεις αγώνων, που χρειάζεται να διερευνηθούν, να επεξεργαστούν και να κυκλοφορήσουν, περισσότερο από ότι χρειάζονται κάποιοι άλλοι (Ας πούμε η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα που έκανε πολιτική δουλειά στην Ρενώ στο Παρίσι, υποστήριζε ότι στηρίζουμε πάντα τους αγώνες που βάζουν το ζήτημα των ίσων αυξήσεων των μισθών σε όλη την ιεαραρχία κι όχι της κλιμακωτής αύξησης ανάλογα με την ιεραρχική πυραμίδα).
Προϋπόθεση δεύτερη: δεν δημιουργούν όλοι οι αγώνες κομμουνιστική προοπτική. Δηλαδή υπάρχουν αγώνες πράγματι, που τόσο στην μορφή, όσο και στα περιεχόμενα τους, είναι τρομερά προβληματικοί.
Προϋπόθεση τρίτη: στόχος μας παραμένει πάντα η κομμουνιστική προοπτική, όχι σαν ένα μακρυνό και αφηρημένο μέλλον, αλλά σαν μία διαδικασία που συμβάλλει στο σήμερα στην δημιουργία αυτού του μέλλοντος.
Άρα κεφαλαιώδες ζήτημα για μας είναι πως συνδέεται αυτό το παρών με το μέλλον. Ακόμα πιο συγκεκριμένα: πως συνδέεται το μερικό με το γενικό, πως συνδέεται π.χ., ο αγώνας των συμβασιούχων, φοιτητών και αλληλέγγυων τους ενάντια στις εργολαβίες στο ΑΠΘ, ή ο αγώνας στο πάρκο Κύπρου και Πατησίων, με την κοινωνική απελευθέρωση.
Αυτό το ερώτημα, όπως αντιλαμβάνεσαι, είναι όλα τα λεφτά.
Θες να θυμηθούμε μαζί μερικές απαντήσεις σ’αυτό το ερώτημα, που ρητά, ή υπόρρητα δίνουν οι διάφορες τάσεις του κινήματος;
Π.χ η αριστερά λέει: αυτή την σύνδεση την κάνει το κόμμα. Είτε ενισχύεστε το κόμμα με την ψήφο σας στις εκλογές, είτε ενισχύεστε το πυκνώνοντας τις γραμμές του και έτσι θα πάμε πιο γρήγορα προς το στόχο του «κομμουνισμού».
Η αναρχία λέει κάτι άλλο. Συμμετέχουμε στους αγώνες, που είναι ριζοσπαστικοί, με σκοπό να τους ριζοσπαστικοποιήσουμε ακόμα περισσότερο, να εκτρέψουμε τις διαδηλώσεις στο δρόμο κλπ
Υποθέτω ότι υπάρχουν κι άλλες τοποθετήσεις επί του ζητήματος, τις οποίες όμως είτε δεν τις ξέρω, είτε μου μοιάζουν παραλλαγές των προηγούμενων, γι’αυτό δεν τις αναφέρω καν.
Θα σου πω τώρα τι απάντηση (νομίζω πως) δίνει η ανταγωνιστική παράδοση σ’αυτή την ερώτηση.
Λοιπόν λέμε ότι ο ίδιος ο αγώνας έχει μια αυταξία, για διάφορους λόγους, όταν φυσικά έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Ένας πρώτος λόγος είναι, ότι συνιστά σημαντικό πράγμα οι εκμεταλλευόμενοι να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Αυτό τους δίνει αυτοπεποίθηση από την μια, τους κάνει να σπάσουν την μοιρολατρική διάθεση που επιβάλλει το σύστημα, τον ατομικισμό, τις ιδεολογίες της εξατομίκευσης : «ο καθένας να κοιτάει την πάρτη του».
Ένας δεύτερος λόγος είναι ο παιδευτικός ρόλος του αγώνα: μέσα από τον αγώνα και τις διαδικασίες του, στο βαθμό που αυτές βοηθούν και ενισχύοουν την δημιουργική έκφραση των αγωνιζόμενων, οι αγωνιζόμενοι μαθαίνουν/ εκπαιδεύονται στην άσκηση ανταγωνιστικής πολιτικής. Μαθαίνουν να παίρνουν πρωτοβουλίες, μαθαίνουν την αξία του να ασχολείσαι με ότι σε αφορά, μαθαίνουν την χαρά του να μοιράζεσαι στιγμές μαζί με άλλους, μαθαίνουν να κατεβαίνουν στο δρόμο, μαθαίνουν, αν θέλεις, να συγκρούονται με τους μπάτσους, κλπ, κλπ.
Ένας τρίτος λόγος αφορά αυτό που γράφω και στο βιβλίο, στην παράγραφο «Πολιτική μορφή και εκμεταλλευόμενη υποκειμενικότητα»:
Κάθε αφαίρεση από την εντολή και την εκμετάλλευση, είναι πρόσθεση στις ανάγκες και στις επιθυμίες των εκμεταλλευόμενων.
Ας το δούμε αυτό με ένα παράδειγμα, αυτό που αφορά τον «αγώνα για το μισθό» και πως το έβλεπαν ορισμένοι από τους Ιταλούς την δεκαετία του 70. Το παρακάτω απόσπασμα είναι από ένα άλλο (αδημοσίευτο) κείμενο μου, που αφορούσε το ζήτημα «Χρόνος εργασίας και μισθός»:
Οι αυτόνομοι στην ιταλία λέγανε το 70. Χρησιμοποιούμε τον αγώνα για το μισθό ως το πλαίσιο για την οργάνωση της τάξης και για το σπάσιμο της πολιτικής του κεφαλαίου (από μνήμης τα γράφω αυτά). Λοιπόν τι σημαίνουν αυτά; 1. Ότι μέσα από τον αγώνα για το μισθό καταφέρνανε να οργανώσουν τους εκμεταλλευόμενους, με την έννοια της αυτοοργάνωσης των ίδιων των εκμεταλλευόμενων, όχι της καθοδήγησης. Και 2. ότι ταυτόχρονα μέσα από αυτό τον αγώνα, σπάνε την πολιτική του κεφαλαίου, δηλαδή παίρνουν ένα μέρος από τα κλεμμένα (την υπεραξία δηλαδή) πίσω. Λοιπόν αυτό το τελευταίο είναι εξαιρετικά σημαντικό. Παίρνουμε πίσω από το κεφάλαιο και το κράτος (εμείς που είμαστε στο δημόσιο), ένα μέρος από αυτά που μας κλέβει. Αυτό πάει να πει πολλά πράγματα. Το πρώτο: σπάμε την πολιτική λιτότητας του κράτους, μας βλέπουν κι άλλοι εργαζόμενοι παίρνουν θάρρος, κάνουν το ίδιο, τελικά και μέσα από μια μη- γραμμική διαδικασία βάζουμε το μαχαίρι στο λαιμό του κράτους και του κεφαλαίου, να και η κρίση. Το δεύτερο: τονίζουμε ότι οι ανάγκες μας, εμάς των εκμεταλλευόμενων/ κυριαρχούμενων, είναι πάνω από τις ανάγκες κράτους και κεφαλαίου. Δηλαδή ενώ αυτοί μας λένε: «πρέπει να κάνετε θυσίες, εμείς τους λέμε: άντε γαμηθείτε, δεν κάνουμε θυσίες για την εθνική σας οικονομία, για τα συμφέροντα σας δηλαδή. Παλεύουμε μόνο για τα δικά μας συμφέροντα». Σπάμε την συναίνεση με λίγες λέξεις: .
Θα πρόσθετα σήμερα,ότι με το πρώτο οι ιταλοί είχαν στο μυαλό τους ότι βάζουν σε κρίση την οικονομική/ πολιτική λειτουργία του κράτους/ κεφαλαίου, ενώ με το δεύτερο βάζουν σε κρίση την ιδεολογική λειτουργία των θεσμών.
Με αυτή την παρατήρηση, ουσιαστικά προσπαθώ να δω τον αγώνα μέσα στο κοινωνικό- ιστορικό πλαίσιο που συμβαίνει. Ένα πράγμα που το βιβλίο είχε απλά σκοπό να αναφέρει κι όχι να μιλήσει επ’αυτού. Επειδή αυτό που με ενδιαφέρει καταρχήν στο βιβλίο, είναι να δημιουργήσω κάποια εργαλεία ανάλυσης και να τονίσω την ανάγκη, την γενική ανάγκη, να δούμε την σημασία των κοινωνικών αγώνων, και να συμμετέχουμε σ’αυτούς.
Ωστόσο αν είχε νόημα η τελευταία λέξη του βιβλίου («συνεχίζεται»), πιστεύω ότι το νόημα ξεκινάει ακριβώς από αυτό το πράγμα.
Ας δούμε την σημερινή κοινωνικό-ιστορική συνθήκη μέσα από τους ανταγωνισμούς που ξεσπάνε εδώ και κει. Ας καταφέρουμε να αναλύσουμε/ επεξεργαστούμε αυτούς τους ανταγωνισμούς, τόσο για να ανακαλύψουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας, όσο και για να βρούμε την σύνδεση ανάμεσα στην αντικειμενική συνθήκη και στις σημερινές ανάγκες/ επιθυμίες των εκμεταλλευόμενων. Και να καταφέρουμε, βάσει αυτής της σχέσης (αντικειμενική συνθήκη -υποκειμενικές ανάγκες/ επιθυμίες) να παράγουμε ένα ανταγωνιστικό πολιτικό πρόγραμμα που να έχει εφαρμογή στο σήμερα, και να εντάσσεται σε μια στρατηγική που θα έχει στην προοπτική της την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Θέλεις να γίνω πιο συγκεκριμένος, για να αποδείξω ότι τέτοιες απόψεις/ θέσεις σ’αυτή που εξέφρασα παραπάνω, υπάρχουν σε ελάχιστους ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στο επαναστατικό κίνημα;
Ας πάρουμε την υπόθεση των καθαριστριών της Πεκοπ και της Κούνεβα. Ένα μεγάλο κομμάτι του κινήματος, άμεσα ή έμμεσα, ασχολείται εδώ και κάμποσους μήνες μ’αυτή την υπόθεση, σε ένα καθαρά εμπειρικό επίπεδο.
Πρόσφατα μπήκε ένα ζήτημα. Με αφορμή την ιστορία της ΠΕΚΟΠ και την Κούνεβα, ας ανοίξουμε το ζήτημα του δουλεμπορίου, των εργολαβικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στο δημόσιο. Τι υπάρχει τώρα εδώ;
Υπάρχουν κάποιες καθαρίστριες που διεκδικούν την πρόσληψη τους στο Δημόσιο και την καταγγελία του εργολάβου που ευθύνεται για την απόπειρα δολοφονίας μιας συνδικαλίστριας. Εμείς, ως πολιτικά υποκείμενα πως στεκόμαστε απέναντι σ’αυτό το πράγμα;
Θα σου απαντήσω, πως στέκεται ένας κόσμος που εφαρμόζει μια ιδεολογικής μορφής αλληλεγγύη στις καθαρίστριες. Λέει λοιπόν αυτός ο κόσμος, ότι εμένα δεν με νοιάζει να γίνουν οι καθαρίστριες δημόσιοι υπάλληλοι, γιατί πάλι θα είναι εργάτριες, ή γιατί από ένα ιδιώτη αφεντικό, θα έχουν πάλι το κράτος πάνω από το κεφάλι τους. Εξάλλου υπάρχει και το ζήτημα της «άρνησης της εργασίας»...
Είναι φανερό ότι σε ένα αφηρημένο επίπεδο αυτές οι αρχές που προβάλλονται, έχουν την ίδια αξία με τις αρχές «κάτω το κράτος», «κάτω το κεφάλαιο». Στην συγκεκριμένη πραγματικότητα όμως συνιστούν ξεκάθαρη ιδεολογία. Γιατί;
Γιατί απλούστατα την άρνηση της εργασίας, την έχει εφαρμόσει σήμερα η καπιταλιστική σχέση σε όλο το μεγαλείο της και μάλιστα με την βία: «Δεν υπάρχει δουλειά, κόψτε το κεφάλι σας». Μάλιστα όσο βαθαίνει η κρίση, η ανεργία, θα διογκώνεται όλο και περισσότερο. Ποιος εφεδρικός στρατός; Εδώ υπάρχει κρίση!. Έτσι λένε τα αφεντικά. Άντε τώρα εσύ να υπερασπιστείς την άρνηση της εργασίας. Μ’άλλα λόγια αυτό το σύνθημα ανήκει στην εποχή του φορντισμού και των μεγάλων αγώνων που έδιναν στις δεκαετίες 60-70 οι βιομηχανικοί εργάτες και εργάτριες, δηλαδή φιγούρες με μια σταθερή/ εξασφαλισμένη θέση εργασίας σε μια συγκεγκριμένη κοινωνικό- ιστορική συνθήκη, αυτή της κεϋνσιανής ρύθμισης και του κράτους πρόνοιας, απόρροια και απάντηση ταυτόγχρονα σ’αυτούς τους αγώνες. Πως μπορεί να ακουστεί σήμερα αυτό το σύνθημα σε συνθήκες κρίσης, μαζικής ανεργίας, επισφάλειας, υποτίμησης της εργασίας, κλπ; Γραφικό τουλάχιστον....
Θα ρωτήσει τώρα κάποιος: εσύ ρε φίλε τι προτείνεις;
That’s a good question!
Εγώ/ εμείς, δεν έχουμε έτοιμες απαντήσεις. Όσο δεν είμαστε θιασώτες της ιδεολογίας και των αφαιρέσεων, άλλο τόσο δεν είμαστε προσκυνητές του εφικτού και του ρεαλιστικού, πόσο μάλλον κόλακες του («αυτό μπορεί να γίνει, αυτό θέλουν οι εργαζόμενες, αυτό θέλουμε και μεις»).
Εγώ/ εμείς προτείνουμε αυτό που έγραψα παραπάνω: πρέπει να διερευνήσουμε, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε ούτε στο αυθόρμητο της στιγμής, ούτε στον εμπειρισμό (Πόσους αγώνες γνωρίζουμε, διερευνούμε και συμμετέχουμε σήμερα ως ανταγωνιστικό κίνημα; Τους έχουμε μελετήσει για να δούμε τι ζητήματα βάζουν, πως τα βάζουν, να κάνουμε δηλαδή μια συγκριτική μελέτη τους, να έρθουμε σε επαφή με τα υποκείμενα και να τα ρωτήσουμε γι’αυτό που ζητούν και γι’αυτό που επιθυμούν, εν τέλει να αποκτήσουμε μια κρίσιμη μάζα στοιχείων για να δούμε τι συμβαίνει και τι μπορούμε να πούμε για τα «αιτήματα» των αγώνων;) Και φυσικά, όλα αυτά σεβόμενοι απόλυτα την αυτονομία της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας, την αυτονομία της τάξης.
Όσον αφορά αυτό που λένε οι γάλλοι μετακαταστασιακοί, ότι δηλαδή «υπάρχουν αγώνες οι οποίοι λειτουργούν από την αρχή μέχρι το τέλος με τελετουργικό-εκτονωτικό χαρακτήρα», θα θελα καταρχήν να διαβάσω τα επιχειρήματα τους, αν και σε γενικές γραμμές προσωπικά αυτό που μου λένε δεν μου μοιάζει δελεαστικό. Η μόνη περίπτωση που τα αφεντικά πριμοδοτούν ένα αγώνα, προκειμένου να εκτονωθεί, η οποία μπορώ να φανταστώ, είναι όταν φοβούνται την έλευση των αυθεντικών ξεσπασμάτων. Θα έλεγα όμως, ότι σήμερα, τέτοια περίπτωση «πριμοδότησης» είναι εξαιρετικά επισφαλής από την πλευρά τους. Θα έλεγα μάλιστα, ότι το γεγονός ότι ως μοναδικό μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης που βλέπω να παίρνουν, μέτρο που αν μη τι άλλο αποδείχνει μια έλλειψη ευφυϊας από την πλευρά τους, είναι η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών. Αυτό δείχνει και το γεγονός ότι έχουν καταλάβει τουλάχιστον την κρισιμότητα της κατάστασης και αφού δεν θέλουν ή δεν μπορούν να την προλάβουν, φροντίζουν τουλάχιστον να μειώσουν τις τραγικές συνέπειες που μπορεί να έχει για τις τύχες τους. Σ’αυτές τις συνθήκες, παιχνίδια «πριμοδότησης» είναι εξαιρετικά επικίνδυνα. Πάντως όπως κι αν έχει, θα ήθελα την παραπομπή στο συγκεκριμένο κείμενο των γάλλων.
Τώρα όσον αφορά τον Ντωβέ. Τον Ντωβέ τον έμαθα μέσα από την συλλογή άρθρων των παιδιών της Γαλαρίας, «Έκλειψη και επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος». Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, έμεινα κατάπληκτος. Γιατί; Επειδή, έχοντας διαβάσει πολύ (μα πάρα πολύ) Καστοριάδη, θεωρούσα δεδομένα μερικά πράγματα: π.χ. την κατάρρευση του οικονομικού ντετερμινισμού του Κάρολου, ειδικά όπως εκφράζεται μέσα τόσο από το νόμο της αξίας, όσο και από την θεωρία της κρίσης (σαν απόρροια της πτώσης του ποσοστού κέρδους, 3ο κεφάλαιο, 3ου τόμου του Κεφαλαίου). Την συντριβή των σχεδόν μηχανιστικών αντιλήψεων του ιστορικού υλισμού, αλλά και της αντίληψης του εργοστασίου ως απαύγασμα της καπιταλιστικής ορθολογικότητας. Και πάνω από όλα, το μόνο που δεν συγχωρώ στον Κάρολο (όλα τα άλλα δεν με ενδιαφέρουν. Άνθρωπος ήταν ο Κάρολος, έγραψε κάποια σωστά και κάποια λάθος, δικαιούται να κάνει πολλά λάθη, μια που τόσα ενδιαφέροντα και ζωτικά πραγματικά για μας, κατάφερε να σκεφτεί και να γράψει): την αναγωγή της επαναστατικής θεωρίας σε επιστήμη (διαλεκτική επιστήμη).
Οπότε διαβάζοντας αυτό το κείμενο, κι έχοντας στο νου από την άλλη όλη την εμπειρία των κινημάτων του 60 και την σφοδρή κριτική που έκαναν στα μοντέλα οργάνωσης της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας και των πολιτικών μορφών, βλέπω ένα άνθρωπο να ξαναγυρνάει σε ότι εγώ θεωρούσα την πρώτη ύλη μιας ιδεολογίας νεκρής. Άρχισα τότε να κρατάω σημειώσεις, προκειμένου να αρχίσω ένα διάλογο με τους ανθρώπους που δημοσίευεσαν αυτό το βιβλίο.
Έκανα λοιπόν μια ιδεολογική κριτική στο Ντωβέ, ένα κείμενο που δεν βγήκε ποτέ στην δημοσιότητα, επειδή σ’αυτή την φάση, συνάντησα τυχαία την κριτική του Γιάννη Ιωαννίδη, η οποία είχε ήδη αναρτηθεί στο διαδίκτυο.
Η κριτική αυτή συνιστά ένα από τα καλύτερα κείμενα πολιτικής σκέψης που έχει γραφτεί στα ελληνικά την δεκαετία του 2000, ένα κείμενο που εμένα με επηρέασε πάρα πολύ, και με έκανε να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα όσον αφορά ειδικά το ζήτημα μορφή- περιεχόμενο και να βάλω αυτά τα πράγματα σε μια ανταγωνιστική κατεύθυνση, πέρα απότις αφαιρέσεις του Κορνήλιου, όταν σταμάτησε να είναι πολιτικός αγωνιστής κι έγινε διανοούμενος (μιλάμε για διαδικασία βέβαια, δεν μιλάμε για μια στιγμή). Αυτό το κείμενο, 3 κείμενα στην πραγματικότητα, θα στο στείλω μαζί με την απάντηση μου.
Πάμε παρακάτω.
Μα θα μου πεις: δεν είχες βρει τίποτα καλό στο Ντωβέ; Δεν ξέρω φίλε αν υπερβάλλω, αλλά θα σου πω αυτό που είπε κάποτε ο Κορνήλιος, όταν τον του έκαναν αντίστοιχη ερώτηση, γι’αυτό το νεοαντιδραστικό ρεύμα, προπατόρων του μεταμοντερνισμού, που ονομάστηκε «νέοι φιλόσοφοι» στην Γαλλία: «ότι σωστό γράφουν είναι παλιό, έχει ξαναγραφτεί, κι ότι καινούργιο γράφουν δεν είναι απλώς λανθασμένο, είναι αντιδραστικόό»
Σου μοιάζω λίγο σκληρός κι εγώ τώρα, απλά αυτή την εικόνα έχω αποκομίσει από τον Ντωβέ, χωρίς να έχω διαβάσει βέβαια ακόμα την μπροσούρα που έχετε εκδώσει εσείς, ούτε βέβαια την κριτική του βααλ που αναφέρεις (θα την διαβάσω σύντομα την μπορούρα, μπορεί ο Ντωβέ να έχει αλλάξει κάποιες από τις απόψεις του).
Από κει και πέρα, μπορώ μόνο να υποθέσω τι σου αρέσει στον Ντωβέ. Για παράδειγμα εγώ διαβάσα Κορνήλιο, πριν διαβάσω Μαρξ, Λούκατς, κλπ Πολλά πράγματα από αυτά που συνάντησα και μου άρεσαν στον Κορνήλιο για πρώτη φορά, ήταν σκέψεις και ιδέες όλων των παλιών μαρξιστών (και του ίδιου του Μαρξ), αλλά εγώ το απέδιδα στον Κορνήλιο. Μην ξέροντας τα αναγνώσματα σου και την κινηματική εμπειρία από την οποία προέρχεσαι μπορώ να κάνω αυτή την υπόθεση εργασίας σε σχέση με αυτό το ζήτημα. (Η οποία μπορεί να είναι και λάθος φυσικά).
Αυτά για τον Ντωβέ.
Τώρα για τα κοκκινόμαυρα μεροκάματα.
Έχω δεχτεί από διάφορες μπάντες κριτική γι’αυτή την φράση. Για παράδειγμα έχω δεχτεί κριτική από σένα για το κοκκινόμαυρο που μυρίζει πολιτική ταυτότητα, αλλά έχω δεχτεί κριτική κι από συντρόφους για το μεροκάματα, που μυρίζει «αριστερισμό, λογική θυσίας» («αφού δεν γουστάρεις αυτό που κάνεις και το βλέπεις σαν δουλειά, γιατί το κάνεις;», ρωτάνε...).
Λοιπόν, δεν είναι έτσι.
Καταρχήν ένα κομμάτι αυτού του πράγματος συνιστά σημειολογική πλάκα. Δεν μιλάω για κόκκινα μεροκάματα που λένε κάποιοι άλλοι, μιλάω για κοκκινόμαυρα.
Ένα άλλο κομμάτι, που υποθέτω ότι υπήρχε στο μυαλό μου όταν το έγραφα, είχε να κάνει με το εξής. Ότι παρόλο που υπερασπίζομαι μια θέση που λέει ότι η πολιτική δέσμευση εμπεριέχει την βούληση, την χαρά, την απόλαυση του να κάνεις κάτι, και τόσα άλλα θετικά συναισθήματα (κόντρα στις αριστερίστικες λογικές του ιεραποστολισμού και της θυσίας, που ήδη από το 60 είχαν στιγματίσει οι καταστασιακοί, κόντρα δηλαδή στον μιλιταντισμό), παρόλα αυτά πιστεύω ότι εμπεριέχει και τον κόπο, τον μόχθο, την υπευθυνότητα, πράγματα που –ας μην γελιώμαστε- έχουν ένα κόστος. Κι αυτό το κόστος, πρέπει να τον αναλάβουμε συλλογικά. Για να υπενθυμίσω την ανάγκη ανάληψης αυτού του κόστους, έγραψα την συγκεκριμένη φράση.
Από κει και πέρα, σε σχέση με το ζήτημα της ταυτότητας. Είμαι, όπως κι εσύ, ενάντια στην ταυτότητα επειδή διαλύει τις κοινότητες, επειδή δρα διαχωριστικά. Από κει και πέρα, όμως, ας μην ξεχνάμε, είμαστε ιστορικά υποκείμενα. Όσο κι αν δεν θέλω να υπερασπίζομαι μια πολιτική ταυτότητα, και για το λόγο ότι πια δεν έχει κανένα νόημα σαν τέτοια, αφού το σύστημα τις έχει αφομοιώσει όλες, από την άλλη τοποθετώ τον εαυτό μου σε μια συγκεκριμένη παράδοση αγώνων/ πρακτικών/ ιδεών της εκμεταλλευόμενης/ καταπιεζόμενης υποκειμενικότητας, που όπως και να το κάνουμε εκφράστηκε σε πολλές ιστορικές περιόδους (και με) αυτά τα σύμβολα, το κόκκινο και το μαύρο δηλαδή.
Σημαίνει παρά ταύτα αυτό υπεράσπιση ενός πράγματος που το σύστημα έχει αφομοιώσει; Βλέποντας το διαφημιστικό κοκκινόμαυρο αμάξι, που παρήγαγαν ισπανοί εργάτες στα κατειλλημένα εργοστάσια της Καταλωνίας στην διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου (υπάρχει μια τέτοια φωτογραφία στο βιβλίο του Σάιντμαν, που έχει εκδώσει το Κόκκινο Νήμα), (δεν μπορώ παρά να) χαμογελάω. Από την άλλη σκέφτομαι ότι μετά την λαίλαπα του post-modern, ακόμα και αυτή η διαδικασία αφομοίωσης, έχει καταντήσει ιδεολογία: «το σύστημα όλα τα αφομοιώνει». Ρε δεν πάτε στο διάολο..(στους post-modern καραγκιόζηδες αναφέρομαι...).
Όπως βλέπεις δεν έχω απαντήσεις. Επί του πρακτέου, αν θέλεις να μου πεις κάτι παραπάνω επ’αυτού, να το συζητήσω και με τους συντρόφους εδώ, για να μην ξαναβάλω αυτή την φράση σε μια (πιθανή) επόμενη έκδοση του βιβλίου.
Τώρα τι να σου πω για την φαντασιακή θέσμιση; Τι να σου πρώτο-πω. Το μόνο που θα σου πω είναι ότι το θεωρώ ένα χρήσιμο να διαβαστεί βιβλίο, και μόνο από το γεγονός ότι σε βάζει σε διαδικασία να σκεφτείς κάποια πράγματα. Από κει και πέρα. Πια δεν με ενδιαφέρει μια ιδεολογική πολεμική στον Κάρολο, ή στον Κορνήλιο. Πράγματι ικανοποιούμαι πια, με αυτό που σου έγραψα παραπάνω: άνθρωποι ήταν, είπαν κάποια χρήσιμα πράγματα, είπαν κάποια πράγματα που δεν είναι για μας χρήσιμα πια, κάνανε λάθη. Πάντως επέτρεψε μου να σου υπενθυμίσω κάτι : η φαντασιακή θέσμιση είναι ένα δύσκολο βιβλίο. Ένα τέτοιο βιβλίο, όπως και το Κεφάλαιο άλλωστε, δεν μπορεί να γίνει ποτέ της μόδας.Πράγματι, και το Κεφάλαιο δεν έγινε ποτέ της μόδας, ακόμα και στην Σοβιετική Ένωση, ή στην ελληνική μεταπολίτευση. Φαντάσου για παράδειγμα πόσο λίγοι άνθρωποι έχουν διαβάσει, έστω, τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Προσωπικά εγώ δεν ξέρω κανένα σύντροφο να χει διαβάσει ολοκληρωμένα τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, και κανένα επίσης να έχει διαβάσει ολοκληρωμένη την Φαντασιακή Θέσμιση. Είναι τυχαίο αυτό το πράγμα;
Αν θες να το πάω παρακάτω, οι μαρξιστές και οι κομμουνιστές δεν μαθαίνανε σχεδόν ποτέ μαρξισμό και κομμουνισμό διαβάζοντας το Κεφάλαιο, αλλά διαβάζοντας τα βιβλία σχολιασμού, κριτικής και ερμηνείας του Κεφαλαίου (γνωρίζω μια-δύο εξαιρέσεις σ’αυτό : τα πρώτα χρόνια του Σ ή Β, τα μέλη του διαβάζανε το Κεφάλαιο σε ομάδες εργασίας, όπως επίσης την ίδια δουλειά πρέπει να κάνανε κάποιες ομάδες ιταλών αυτόνομων με τα Grundrisse. Επίσης νομίζω ότι σε κάποια φάση, όπως λένε οι ίδιοι αν δεν απατώμαι, κάνανε κάτι αντίστοιχο οι Aufheben).
Για να καταθέσω και μια διαφωνία: αν δεχτούμε την σκέψη του Μαρξ, να ακολουθεί μια διαλεκτική –ας πούμε- ανάπτυξη, η αίσθηση μου λέει ότι δεν ήταν αντιφατικός, όπως υποστηρίζει ο Κορνήλιος, τουλάχιστον στα ύστερα έργα του. Αντίθετα όλο και βυθίζεται στο ντετερμινισμό. Αν πάλι, θεωρούσαμε ότι ο Μαρξ, θεωρεί ο ίδιος ενιαίο το έργο του, τότε μάλιστα, είναι ένας αντιφατικός συγγραφέας.
Τελειώνοντας να σου πω ένα πράγμα: η κριτική σου με βοήθησε να σκεφτώ ορισμένα καινούργια πράγματα, γι’αυτό την θεωρώ σημαντική. Ωστόσο δεν θεωρώ τις απαντήσεις μου ολοκληρωμένες, παρά μόνο στα βασικά τους σημεία. Νομίζω ότι δεν αντιστοιχούν σε ένα μόνο άνθρωπο, οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτεις.δεν μπορούν δηλαδή να είναι ατομικές. Μόνο συλλογικές μπορεί να είναι και αντιστοιχούν και σε μένα και σε σένα και στους κοντινούς μας συντρόφους, κι ακόμα σ’ εκείνο το κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος, που τις θεωρεί τόσο αυτές τις ερωτήσεις, όσο και αυτές τις απαντήσεις, σημαντικές.
Hobo
(1)Τι εννοεί όμως ο Κάρολος με την φράση με την «οικονομική έννοια»; Με την φράση « με την οικονομική έννοια» ο Μαρξ θέλει να πει: χρήμα, ανταλλακτική αξία. Γι’αυτό στο 17ο Κεφάλαιο (Το εμπορικό κέρδος) του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου (σελ. 371-372) ο Μαρξ, προσπαθώντας να δει από που αντλείται υπεραξία στην περίπτωση του εμπορίου (αφού εκεί δεν παράγονται αλλά πωλούνται και αγοράζονται εμπορεύματα), γράφει:
«Αυτό που δημιουργεί δυσκολίες σχετικά με τους μισθωτούς του εμπορίου δεν είναι καθόλου η εξήγηση, με ποιο τρόπο παράγουν άμεσα κέρδος για το αφεντικό τους, αφού δεν παράγουν άμεσα υπεραξία (παραλλαγμένη απλώς μορφή της οποίας είναι το κέρδος).... Παρόλο που η απλήρωτη εργασία αυτών των υπαλλήλων δεν δημιουργεί υπεραξία, δημιουργεί ωστόσο γι’αυτόν την δυνατότητα να ιδιοποιείται υπεραξία, πράγμα που σύμφωνα με το αποτέλεσμα, είναι εντελώς ίδιο για το κεφάλαιο αυτό....Όπως η απλήρωτη εργασία του εργάτη δημιουργεί άμεσα υπεραξία για το παραγωγικό κεφάλαιο, η απλήρωτη εργασία των μισθωτών του εμπορίου προμηθεύει στο εμπορικό κεφάλαιο ένα μέρος αυτής της υπεραξίας».
Επειδή δηλαδή ο Μαρξ, έχει συνεχώς στο κέντρο της ανάλυσης του το νόμο της αξίας και την σχέση εμπόρευμα, επιδιώκει να είναι συνεπής μέχρι τέλους, και να βλέπει σε κάθε στιγμή της κίνησης του κύκλου Χ-Ε-Χ (χρήμα- εμπόρευμα-χρήμα), τις θεμελιώδεις συνιστώσες αυτού του νόμου (τιμή, κέρδος, υπεραξία), συγκεκριμενοποιημένες.
Έλα αδερφέ. Λοιπόν διάβασα τα κείμενα που μου ‘στειλες. Και αυτά του ιωαννιδη και τη δική σου απάντηση. Οπότε πάρε και ένα δεύτερο οκ για τη δημοσίευση και της απάντησης, αν και δεν χρειαζόταν καν…
Καταρχήν πολύ ενδιαφέροντα όλα φυσικά και μου έβαλαν νέα ζητήματα που είτε δεν τα είχα σκεφτεί ποτέ (π.χ. το ζήτημα της αναγνώρισης του προλεταριάτου που λέει ο γ.ι.) ή δεν είχα καταπιαστεί ποτέ τόσο συγκεκριμένα. Θα σου γράψω εδώ κάποια σύντομα σχόλια, αλλά ας ξεκινήσω από κάτι άλλο. Το με πόσο προσοχή διάβασα το βιβλίο!… παίζει λοιπόν πρέπει να ομολογήσω το εξής ζήτημα όσον αφορά την επαφή μου με τη θεωρία… δεδομένου του ότι πρώτη φορά διάβασα κάτι πέρα από λενιν, μανιφέστο και πολιτική οικονομία μετά το 2006, και δεδομένου του ότι μετά το 2006 εντατικοποιήθηκε τόσο η σχολή μου όσο και η ενασχόληση μου με αγώνες στο πρακτικό επίπεδο, είναι αλήθεια ότι τα βιβλία που διαβάζω δεν τα «μελετάω» ακριβώς, αλλά κυρίως τα διαβάζω. Προσεχτικά μεν αλλά ως εκεί. Κατά συνέπεια υπάρχει μια δυσκολία στο να κάνω κτήμα μου το περιεχόμενο ενός γραπτού αν δεν ασχοληθώ ενδελεχώς με αυτό, κι ίσως αυτό να φαίνεται π.χ. σε αυτό που σου έγραψα για τη «φαντασιακή θέσμιση». Σου έγραψα λοιπόν αυτό που μου έμεινε σαν γενικό συμπέρασμα από αυτό το βιβλίο αντί για μια «σοβαρή» κριτική άποψη. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλά ακόμα πράγματα που έχω διαβάσει για τα οποία πολλές φορές μπορεί να έχω ενδεχομένως και συγκεχυμένη άποψη…
Αυτό ας πούμε συνέβη με τον Ντωβέ που κριτικάρει ο Γ.Ι. (έκλειψη) τον οποίο διάβασα μια και μόνη φορά το 2006 οπότε και μου έμεινε μια εικόνα του στυλ «ναι προβληματικά κάποια πράγματα αλλά σημαντική η κριτική στην υπεραριστερά και στην καταστασιακή διεθνή». Φυσικά αυτή η μνήμη με τον καιρό αμβλύνεται αφού διάβασα κατά σειρά τα προλεταριάτο και εργασία, το moral disorder (αυτό το χει μεταφράσει ο Γ.Ι. ? κάτι τέτοιο λέει σε μια υποσημείωση, θα του στείλω e mail), το In for a storm (αυτό πολύ πρόχειρα είναι η αλήθεια), αλλά και τελευταία την κριτική στην πολιτική αυτονομία (όπου εισάγει νομίζω και αυτήν τη «θέση» πάνω στη μορφή την οποία τον κατηγορούμε ότι παραβλέπει)-οψόμεθα: η συζήτηση π.χ. για τη δημοκρατία έχει πολύ ζουμί και στη γαλλία έχει ανοίξει για τα καλά (έχω στα υπόψιν για μελέτη και το debate troploin-theorie communiste που εκδίδει το endnotes) .Ο Γ.Ι. ειδικά όσον αφορά την υπεραριστερά βάζει πολύ σημαντικά ζητήματα, αλλά και φυσικά ισοπεδώνει τον Ντωβέ για τον ντετερμινισμό του και δικαίως απ’ ότι φαίνεται. Για τα συμπεράσματα του βέβαια το συζητάμε…
Μια μόνο παρατήρηση όσον αφορά τη μέθοδο που ισχύει και για τον καστοριάδη. Προσπαθείς λοιπόν να κάνεις κριτική στον ντετερμινισμό του μαρξ και να δείξεις πως είναι συστατικό στοιχείο της σκέψης του. Το να ξεκινήσεις βάζοντας στις προκείμενες σου το τόσο αμφιλεγόμενο (?) «παραγωγικές σχέσεις/ δυνάμεις» του προλόγου στην κριτική…, ως ντε φάκτο πυρήνα της μαρξικής σκέψης είναι νομίζω πρόβλημα. Είναι ταυτολογία, σαν να βάζεις τρικλοποδιά στον εαυτό σου και στη μέθοδο σου, όταν ξεκινάς παίρνοντας σαν δεδομένο αυτό που θες να δείξεις… Αυτή την αίσθηση μου άφησε και η φαντασιακή θέσμιση και ο Γ.Ι. χωρίς να αμφιβάλλω ωστόσο καθόλου για το ντετερμινιστικό στοιχείο της μαρξικής θεωρίας…
Παρακάτω κάποια πράγματα απ την απάντηση σου:
«Ωστόσο, υπάρχουν πράγματι σχέσεις μέσα στον καπιταλισμό, που παρόλο που είναι σχέσεις κυριαρχίας, δεν είναι ταυτόχρονα και σχέσεις εκμετάλλευσης και το αντίστοιχο. Αυτό το πράγμα, επιμένω, δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Δηλαδή η σχέση δασκάλου- μαθητή είναι μεν σχέση κυριαρχίας, δεν είναι όμως ταυτόχρονα σχέση εκμετάλλευσης. Ο δάσκαλος αποφασίζει, οργανώνει,διδάσκει,κλπ ο μαθητής υπακούει, εκτελεί, διδάσκεται. Ο δάσκαλος εργάζεται, άρα παράγει υπεραξία, είναι με την σειρά του εκμεταλλευόμενος και καταπιεζόμενος (δεν διδάσκει ότι θέλει, πρέπει να δώσει λόγο στον προϊστάμενο, κλπ). Από την άλλη, ο δάσκαλος δεν εκμεταλλεύεται τον μαθητή, δεν του αποσπά δηλαδή υπεραξία, όπως όρισα εγώ την εκμετάλλευση.»
Αυτό δεν μου αρκεί εμένα. Ειδικά αυτή η προσέγγιση σε ένα επίπεδο αμεσότητας (όχι πως περιορίστηκες εκεί). Τι πα να πει ο δάσκαλος δεν αποσπά υπεραξία? Δεν το καταλαβαίνω. Μπορεί ο δάσκαλος να μην αποσπά υπεραξία, σίγουρα όμως μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αποσπάται υπεραξία με έμμεσο τρόπο σε ένα δεύτερο χρόνο από το μαθητή, και η εκπαιδευτική σχέση αυτό εξυπηρετεί στην τελική… με την ίδια έννοια κι ο μαρξ λέει ότι η μη παραγωγική εργασία είναι έμμεσα παραγωγική. [καταλαβαίνεις ότι δεν είναι μόνο η «φτώχεια της αριστερας» που με κάνει να ενδιαφέρομαι για αυτό το ξεκαθάρισμα αλλά και η ίδια μου η φοιτητική ιδιότητα. Άλλωστε μια δουλειά που έκανα μέσα στη σχολή προσπαθούσε να δείξει τη φοιτητική δραστηριότητα ως εργασία. Τώρα πόσο «ακριβές» είναι αυτό – αφού ο φοιτητής παραγωγός του εαυτού του ως εργατική δύναμη είναι και [σε ένα πρώτο στάδιο] ιδιοκτήτης αυτού του προϊόντος- πάλι μπλέκουμε με τα άμεσα και έμμεσα και δεν το χω… Μπήκε ωστόσο κάποια στιγμή σαν ζήτημα για μένα, γιατί τον εμπειρισμό όσον αφορά το τι κάνω στο πανεπιστήμιο δεν το γούσταρα και λειτουργούσε αυτή η άποψη σαν κάποιου είδους πλάνο/στρατηγική…
Το ίδιο περίπου ζήτημα μου μπήκε όσον αφορά το εμπόρευμα στην συζήτηση για το «αντιεμπορευματικό στην ελλάδα». Τι σημασία έχει αν το τάδε πράγμα είναι εμπόρευμα, σημασία έχει το αντικείμενο ενταγμένο στην εμπορευματική σχέση εν γένει και όχι στην ειδική-συγκεκριμένη σχέση παραγωγής του…
Πάντως το πιάνεις ωραία το ζήτημα και όπως γράφεις δεν χρειάζεται και να τρελαθούμε κιόλας, αν καταλαβαίνουμε για ποιο πράμα μιλάμε… [εδώ πρέπει να ξαναδιαβάσω την άποψη σου για την κεντρικότητα της εργασίας πάντως να δω τι λες ακριβώς]
Τελοσπάντων. Μπερδεμένα τα γράφω ίσως… πάμε παρακάτω
Εξάλλου υπάρχει και το ζήτημα της «άρνησης της εργασίας».
Είναι φανερό ότι σε ένα αφηρημένο επίπεδο αυτές οι αρχές που προβάλλονται, έχουν την ίδια αξία με τις αρχές «κάτω το κράτος», «κάτω το κεφάλαιο». Στην συγκεκριμένη πραγματικότητα όμως συνιστούν ξεκάθαρη ιδεολογία. Γιατί;
Γιατί απλούστατα την άρνηση της εργασίας, την έχει εφαρμόσει σήμερα η καπιταλιστική σχέση σε όλο το μεγαλείο της και μάλιστα με την βία: «Δεν υπάρχει δουλειά, κόψτε το κεφάλι σας». Μάλιστα όσο βαθαίνει η κρίση, η ανεργία, θα διογκώνεται όλο και περισσότερο. Ποιος εφεδρικός στρατός; Εδώ υπάρχει κρίση!. Έτσι λένε τα αφεντικά. Άντε τώρα εσύ να υπερασπιστείς την άρνηση της εργασίας. Μ’άλλα λόγια αυτό το σύνθημα ανήκει στην εποχή του φορντισμού και των μεγάλων αγώνων που έδιναν στις δεκαετίες 60-70 οι βιομηχανικοί εργάτες και εργάτριες, δηλαδή φιγούρες με μια σταθερή/ εξασφαλισμένη θέση εργασίας σε μια συγκεγκριμένη κοινωνικό- ιστορική συνθήκη, αυτή της κεϋνσιανής ρύθμισης και του κράτους πρόνοιας, απόρροια και απάντηση ταυτόγχρονα σ’αυτούς τους αγώνες. Πως μπορεί να ακουστεί σήμερα αυτό το σύνθημα σε συνθήκες κρίσης, μαζικής ανεργίας, επισφάλειας, υποτίμησης της εργασίας, κλπ; Γραφικό τουλάχιστον....
Σε όλη αυτή την παράγραφο υποθέτω εννοείς την «άρνηση της εργασίας» με εισαγωγικά παντού, με την έννοια που χρησιμοποιείται ο όρος από τον α/α χώρο… αλλιώς κάτι δε μου κάθεται.
Για τους αγώνες με εκτονωτικό χαρακτήρα. Αναφέρομαι κυρίως στην τέταρτη επιστολή της εξόριστης επιτροπής της σορβόννης απ το anitCPE. Ντάξει σνομπαρίες και ίσως και «εξωτερικοί» οι τύποι από τα όσα έχω μάθει, αλλά η άποψη με προβλημάτισε…
Τώρα εδώ παίζει πρόμπλεμ σ’ αυτό που λες στην απάντηση σου «Η μόνη περίπτωση που τα αφεντικά πριμοδοτούν ένα αγώνα, προκειμένου να εκτονωθεί, η οποία μπορώ να φανταστώ, είναι όταν φοβούνται την έλευση των αυθεντικών ξεσπασμάτων.» . Μα ίσως εδώ πρέπει να μιλήσουμε – για το φοιτητικό τουλάχιστον- για τους γραφειοκράτες και τον εκτονωτικό ρόλο των υποκινούμενων κινητοποιήσεων [αυτά βέβαια που λέω σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στο ελληνικό παράδειγμα του κινήματος 2006-07] και την ντεμέκ απείθαρχη κουλτούρα των φοιτητών. Εκεί έγκειται ο από την αρχή ως το τέλος τελετουργικός χαρακτήρας ενός φοιτητικού αγώνα(?) αυτά απλά έβαλα ως παραμέτρους προς συνεκτίμηση. Για τα λοιπά κινήματα δεν έχω κ παραδείγματα, οπότε …γαργάρα.
Τέλος για τα κοκκινόμαυρα μεροκάματα. Εγώ φίλε κατάλαβα ότι αναφερόσουν στη χρηματοδότηση του βιβλίου!!! Οπότε πήγες στο γιαπί και εφόσον διέθεσες το μεροκάματο για το βιβλίο αυτό έγινε αυτόματα κοκκινόμαυρο!!! Χαχαχαχα
Ντάξει η προσέγγιση σου με καλύπτει. Απλά να δεις αν γίνεται κατανοητό έτσι όπως το εννοείς…
Αυτά τα ολίγα και μπερδεμένα αδερφέ.
Keep in touch
Αρσέν