Footprints in the snow

Συζητήσεις για το βιβλίο "Ίχνη στο χιόνι".

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

"Ακούστε καλά τι λένε οι φοιτητές"







Κυκλοφόρησε το βιβλίο παρουσίασης της έρευνας για το φοιτητικό κίνημα του 2006-2007.
Πρόκειται για μια πολιτική εργασία που προσπαθεί να ενεργοποιήσει ξανά το εργαλείο της έρευνας για τους σκοπούς του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Έχουμε την εντύπωση ότι πολλά από τα αναπάντητα ερωτήματα που αφήνει το κομμάτι που αφορά το κεφάλαιο "Ή έρευνα όπλο για την διερεύνηση και την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού", του Ίχνη στο χιόνι, βρίσκουν απάντηση στην συγκεκριμένο βιβλίο.
Αν και το εύρος και η σημασία της συγκεκριμένης συλλογικής εργασίας, νομίζουμε ότι πάει πολύ πιο μακριά από αυτό. Φυσικά αυτό το πράγμα για να έχει ισχύ, θα πρέπει να το αντιληφθεί με αυτό τον τρόπο ένα κομμάτι του κινήματος. Γιατί αυτό το σχέδιο δεν μπορεί να κριθεί βέβαια με βάση την δική μας γνώμη γι' αυτό...
Αυτά.

(Όταν μας επιτρέψει το συνεχές τρέξιμο σε διαδηλώσεις, συζητήσεις, κλπ, θα ξαναπιάσουμε κάποια πράγματα που έχουμε αφήσει μετέωρα, από τις προηγούμενες αναρτήσεις που έχουν δημοσιευτεί. Θα συμφωνείτε βέβαια, ότι είναι μια ενδιαφέρουσα περίοδος αυτή που ζούμε σήμερα. Πράγμα που κάνει δύσκολο να ξαναπιάνεις τις εκκρεμότητες σου. Γιατί σου βάζει συνεχώς καινούργια ζητήματα. Τέλος πάντων).

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Που είναι η δάφνη;

Μια από τις αναλυτικές κατηγορίες/ σχέσεις, στις οποίες επιμένουμε σε όλη την έκταση του βιβλίου είναι η σχέση μεταξύ μορφής και περιεχομένου.
Αυτή η σχέση είναι κατά την γνώμη μας σημαντική για την ανταγωνιστική παράδοση για τους λόγους που εξηγούμε στις σχετικές παραγράφους του βιβλίου.

Αν τώρα θελήσει κάποιος να αναζητήσει την ιστορική καταγωγή της διαπραγμάτευσης αυτής της σχέσης, είναι πιθανό ότι θα φτάσει τουλάχιστον μέχρι τον Αριστοτέλη. Και πάντως θα πρέπει να διασχίσει τα περάσματα της εξέλιξης της μισής δυτικής φιλοσοφίας.
Προσωπικά, έχω συναντήσει στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου «Η προέλευση του έργου τέχνης», την βασανιστική προσπάθεια του Χάιντεγκερ να ερευνήσει εξαντλητικά τι είναι «το πραγμοειδές του πράγματος», με άξονα την σχέση ύλης και φόρμας (χοντρικά: μορφής/ περιεχομένου).
Ωστόσο, πριν κάποιους μήνες σκόνταψα πάνω στην πιο απλή (και γι’αυτό πιο διαυγή και πιο ευφυή), επεξεργασία του ζητήματος.

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από τις «Ιστορίες του κ. Κόυνερ» του Β.Β. (Μπέρτολτ Μπρεχτ).

Enjoy!


Mορφή και περιεχόμενο

Ο κ. Κόυνερ παρατηρούσε ένα πίνακα που έδινε σε μερικά αντικείμενα μια πολύ ιδιότυπη μορφή. Κι ο κ. Κόυνερ είπε: Μερικοί καλλιτέχνες όταν μελετούν τον κόσμο την παθαίνουν όπως και πολλοί φιλόσοφοι. Καθώς μοχθούν για την μορφή, τους ξεφεύγει το περιεχόμενο.
Κάποτε δούλευα σ’ ένα κηπουρό. Μια μέρα μου δίνει ένα ψαλίδι και μου λέει να κλαδέψω μια δάφνη. Τη δάφνη την είχαν μέσα σε μια γλάστρα και την δάνειζαν σε διάφορες εκδηλώσεις. Γι’αυτό κι έπρεπε νάναι στρογγυλή σαν σφαίρα. Άρχισα αμέσως να κλαδεύω τα αγριόκλαδα, παιδευόμουν ώρες ολόκληρες μα δεν κατάφερα τίποτα. Πότε κλάδευα την μια πλευρά περισσότερο, πότε την άλλη. Όταν στο τέλος κατόρθωσα να την στρογγυλέψω, η σφαίρα είχε γίνει μικρή σα σβώλος. Ο κηπουρός μου είπε απογοητευμένος. Καλά. Βλέπω την σφαίρα. Που είναι όμως η δάφνη;

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010


Οι μετανάστες και ο «χώρος»


(και κάποιες επιπλέον «λεπτομέρειες»).

Δημοσιεύω εδώ την απάντηση μου στις (περισσότερες) παρατηρήσεις της Ή.

Αγαπητή (σ+φ) Ή.,
σ’ευχαριστώ που μπήκες στον κόπο να σκεφτείς πάνω στο βιβλίο και να μου στείλεις τις παρατηρήσεις σου (αυτό το ευχαριστώ το οφείλω –εκ των προτέρων- σε όσους μπουν στον ίδιο κόπο). Ωστόσο επειδή οι παρατηρήσεις αυτές είναι αρκετές, βρίσκω πιο ουσιώδες από το να τις συζητήσω διεξοδικά όλες, να δώσω μεγαλύτερη βάση σε κάποιες από αυτές, και να αναφερθώ συνοπτικά σε κάποιες άλλες. Και επειδή κατά την γνώμη μου κάποιες είναι πιο ενδιαφέρουσες, και επειδή δεν μπορώ να συνεισφέρω εξίσου σε μια συζήτηση όλων αυτών (με την έννοια ότι δεν έχω πιάσει όλα αυτά τα ζητήματα που βάζεις σε βάθος, ούτε τα ξέρω σε βάθος), και για την οικονομία της συζήτησης. Μάλιστα δύο απ’ αυτές, η μία που αφορά αυτό που γράφεις στο Γ, σχετικά με το «πως γίνεται αφού εμείς αποτελούμε την αντίφαση και την σύγκρουση του καπιταλισμού να καταλήγουμε σε αυτό το σημείο όπου τελικά οι «αγώνες» να έχουν αφήσει ένα αποτύπωμα μάλλον θλιβερό στο μέλλον σε σχέση με το τι αποτέλεσαν», δηλαδή «να έχουν εξελίξει τον καπιταλισμό, (να) τον έχουν βελτιώσει, (να) τον έχουν εξαγριώσει» και η άλλη που αφορά το ζήτημα της εμπειρίας όπως το πιάνεις στο Η, σχετικά με το ποια είναι η εμπειρία που διαμορφώνει έναν καταπιεζόμενο σε ανταγωνιστικό υποκείμενο, αποφάσισα να τις πιάσω σε ξεχωριστά κείμενα. (Και) επειδή αξίζουν χωριστής συζήτησης, (και) για να μην χαθούν σε μια ηλεκτρονική σελίδα.
Σ’ αυτή την απάντηση δεν θα ακολουθήσω, την σειρά που παραθέτεις τις παρατηρήσεις σου. Αντίθετα θα εστιάσω σε ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που θίγεις (αυτό του σχολίου Στ, που αφορά τους μετανάστες και το «χώρο») και κατόπιν θα κάνω (με την σειρά πια) κάποια σύντομα σχόλια για τις υπόλοιπες. Αναγνωρίζοντας ότι θα πρέπει κάποιος να έχει διαβάσει το βιβλίο για να του είναι γνωστά τα πλήρη κείμενα των αποσπασμάτων, αφού στο κείμενο σου παραθέτεις μόνο τις αρχικές και τις τελικές λέξεις του κάθε αποσπάσματος.

Πάμε λοιπόν στο σχόλιο Στ.

Εδώ υποθέτεις σωστά ότι αυτό που θέλω σ’αυτό το σημείο είναι «περισσότερ να αναδείξω το ζήτημα και την προβληματικότητα της ιδεολογίας και όχι να μιλήσεω για το μεταναστευτικό». Αυτή είναι όμως η μισή αλήθεια. Πράγματι χρησιμοποιώ το μεταναστευτικό και την σχέση των πολιτικών υποκειμένων με αυτό, για να αναδείξω πόσο αφηρημένα, πόσο ιδεολογικά καταλαβαίνει και αντιμετωπίζει ο «χώρος» κάποια ζητήματα, αλλά και γιατί το κάνει αυτό, κι όχι για να αναλύσω το μεταναστευτικό ζήτημα σε κάθε πτυχή του.

Τι είναι λοιπόν αυτό αυτό που με «τρώει σε σχέση με το μεταναστευτικό και γιατί το θεωρώ τόσο κομβικό;»

Λοιπόν, αυτό που με τρώει με το μεταναστευτικό, δεν είναι ένα πράγμα, είναι πολλά.

Ι. Πρώτα απ’ όλα: το γεγονός ότι το μεταναστευτικό ζήτημα δεν αποτελεί «άλλο ένα» πρόβλημα καταστολής και «απάνθρωπης» πολιτικής του κράτους για ένα κοινωνικό καταπιεζόμενο κοινωνικό κομμάτι, αλλά αντίθετα σχετίζεται άμεσα με μια πολιτική και μια στρατηγική. Την πολιτική του ελληνικού κράτους και την στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου για την εκμετάλλευση ζωντανής εργασίας σε βαλκάνια και κεντρική ασία, μέσω της άντλησης φτηνών πρώτων υλών, της αξιοποίησης «δυναμικών» αγορών και (πάνω από όλα) της αναζήτησης πληθώρας εκμεταλλευόμενων χωρίς στοιχειώδη δικαιώματα. Καταλαβαίνεις ότι αυτή η προβληματική δεν έχει και μεγάλη σχέση με την προβληματική του «ρατσισμού» και της «καταστολής» καταπιεζόμενων κομματιών, με μια δηλαδή «ανθρωπιστική» προβληματική, που αντιμετωπίζει τους μετανάστες σαν «αδύναμους» ανθρώπους που έχουν πέσει στα νύχια του κράτους (και πρέπει «εμείς», οι αριστεροί και οι αναρχικοί, να τους σώσουμε).
Για να κάνω πιο λιανά αυτά που γράφω θα πω ένα παράδειγμα.
Σκέψου, ότι οι μετανάστες στην ελλάδα είναι κυρίως βαλκάνιοι (κατά πλειοψηφία αλβανοί) και δευτερευόντως ασιάτες (αφγανοί, πακιστανοί). Δηλαδή προέρχονται από χώρες στις οποίες έχει το ελληνικό κεφάλαιο κάνει μπίζνες, και το ελληνικό κράτος (στις περισσότερες περιπτώσεις) έχει στρατό. Αυτό μου βάζει εμένα ένα ευρύτερο ζήτημα που είχε μπει πριν καμιιά τριανταριά χρόνια και στους ιταλούς αυτόνομους: πως δηλαδή συμπλέκονται οι μεταναστευτικές ροές εργασίας με την στρατηγική του κεφαλαίου και αυτό το σύμπλεγμα, αυτή η ανταγωνιστική σχέση, αλλάζει την σύνθεση της εκμεταλλευόμενης υποκειμενικότητας. Πως δηλαδή η στρατηγική του ελληνικού κράτους να συμμετάσχει στα πολεμικά μέτωπα τόσο στα βαλκάνια, όσο και στην κεντρική ασία (ως «ειρηνευτική» δύναμη πάντα), και πως η διείσδυση και επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου στις χώρες των βαλκανίων και του πρώην ανατολικού μπλοκ, συμβάλλει στην μαζική μετανάστευση του ντόπιου πληθυσμού εδώ. Και πως αυτή η μαζική μετανάστευση άλλαζει τα ποσοτικά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τόσο των σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας εδώ πέρα, όσο και την ίδια την εκμεταλλευόμενη υποκειμενικότα. Και τελικά: πως βάζει νέα προβλήματα στην δική μας, την επανασταστική στρατηγική και ποια είναι αυτά φυσικά (αυτό το τόσο σημαντικό πράγμα, θα το ξαναπιάσω παρακάτω).

ΙΙ. Δεύτερο. Όπως γράφω και στο βιβλίο, οι κινήσεις των μεταναστών, οι ροές της μεταναστευτικής εργασίας έχουν αλλάξει άρδην παραδοσιακές αντιλήψεις για το χώρο σαν ανταγωνιστική σχέση, παραδοσιακές αντιλήψεις του επαναστατικού κινήματος όπως ο διεθνισμός, κ.α.. Για παράδειγμα φαντάσου τα πλήθη των αλβανών και των άλλων βαλκάνιων που έψαχναν την περασμένη δεκαετία, για τα χιλιάδες περάσματα μέσα από τις οροσειρές και τα λαγκάδια των συνόρων της ελληνικής συνοριακής γραμμής προκειμένου να παραπλανήσουν τον ελληνικό στρατό και τους έλληνες συνοριόμπατσους. Αυτό που φωνάζαμε για χρόνια στις πορείες μας «Κάτω τα σύνορα και οι πατρίδες», αυτοί οι άνθρωποι το έκαναν καθημερινή τους πρακτική και μάλιστα συλλογικά και μαζικά. Αυτοί οι άνθρωποι δηλαδή μέσα στην πρακτική απόδρασης τους από τις φυλακές, από την κλειστότητα (κι εσύ ξέρεις καλύτερα από τον καθένα, τι σήμαινε κλειστότητα στην Αλβανία), κάνανε σουρωτήρι τα ελληνικά σύνορα. Και μάλιστα όχι με τον τρόπο που το κάνουν οι τουρίστες που έρχονται μαζικά εδώ (οι οποίοι έρχονται κυριλέ, και από τον αέρα),, ούτε με τον τρόπο που το κάνανε οι γερμανοί όταν εισβάλλανε στην χώρα το 1941. Εδώ δηλαδή μπαίνει ένα νέο ζήτημα πολιτικής έρευνας: ποια είναι εκείνα τα ιδεολογικά εργαλεία που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να κατανοήσουμε την νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται, σε σχέση με το γεγονός του χώρου, των συνόρων, του έθνους-κράτους, κλπ. Αλλά (κυρίως) σε σχέση με τον διεθνισμό: για παράδειγμα το τι σημαίνει σήμερα, η αλληλεγγύη στις φιλιππινέζες και στις βουλγάρες εργάτριες (και εργάτες) της Μανωλάδας, δεν (πρέπει και δεν μπορεί να) έχει σχέση με το τι σήμαινε η (ιδεολογική/ πολιτική) αλληλεγγύη στους ισπανούς εργάτες και αγρότες το 1936, ή στις ζαπατίστικες κοινότητες από το 1994 και στο εξής (Το γιατί θα το δούμε παρακάτω). Εννοείται επίσης ότι δεν έχει σχέση με αυτού του τύπου την αλληλεγγύη που εξέφρασε το αντι-παγκοσμιοποιητικό κίνημα.

ΙΙΙ.. Μπαίνει όμως κι ένα άλλο ζήτημα διερεύνησης: πήγαμε σ’αυτούς τους ανθρώπους ποτέ και να τους ρωτήσουμε τι σκέφτονται γι’ αυτό που συναντήσανε εδώ κάτω; Ποια θέλουν να είναι η σχέση τους με αυτή την χώρα (θέλουν να βγάλουν λεφτά και να φύγουν; Θέλουν να μείνουν;); Τι δεσμούς κοινωνικούς έχουν αναπτύξει με τους κατοίκους της, με τους συμπατριώτες τους που ζουν εδώ, με τους γείτονες τους, με τους μετανάστες άλλων χωρών που ζουν δίπλα τους; Πως έχουν αλλάξει οι συνήθεις, τα έθιμα και τα ήθη τους εδώ που βρίσκονται;
Πρόσεξε. Δεν προτείνω μια ανθρωπολογική έρευνα, μια πολιτική/ ανταγωνιστική έρευνα προτείνω. Μια έρευνα που θα μας κάνει να κατανοήσουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες των μεταναστών, ώστε να μπορούμε μετά να δούμε το μεταναστευτικό χωρίς τα σκουρόχρωμα γυαλιά της ιδεολογίας. Για να μπορέσουμε να κατόπιν να αντιληφθούμε πόσο έχει νόημα μια δουλειά με τους μετανάστες, και πως μπορεί φυσικά να γίνει αυτή η δουλειά.

ΙV. Τέταρτο. Και εδώ είναι το πρακτικό σημείο που συναντιούνται τα παραπάνω τρία. Είκοσι χρόνια τώρα στην Ελλάδα, λίγοι κατάφεραν να δουν τους μετανάστες ως αυτό που είναι: ως εργάτες και εργάτριες δηλαδή, ως εκμεταλλευόμενους και καταπιεζόμενους μαζί, αλλά και ως ανθρώπους που αντιστέκονται σ’αυτή την συνθήκη που βιώνουν (τα γράφω και στο βιβλίο αυτά). Οι περισσότεροι τους έβλεπαν (τους βλέπαμε) πάντα ως θύματα ρατσισμού. Θυμάμαι σ’ένα από τα πρώτα κείμενα (με τίτλο : Spasta ellinika) που έγραψα για το έντυπο που βγάζαμε στην Κρήτη, το Τραίνο, πριν 10 χρόνια (σχεδόν πιτσιρικάς δηλαδή), με αφορμή τα μαζικά πογκρόμ εναντίων των βαλκάνιων μεταναστών που είχε εξαπολύσει τότε η κυβέρνηση Σημίτη, που προσπαθούσα να εξηγήσω «που οφείλεται αυτή η ρατσιστική πολιτική του κράτους και της κοινωνίας»; Και τότε μου ρθε η ιδέα (που θεωρούσα παρακινδυνευμένη τότε, αλλά δοκίμασα να σκεφτώ πάνω σ’αυτή) ότι τα πογκρόμ και ο μύθος της εγκληματικότητας των μεταναστών (τότε έπαιζε πολύ στα μίντια η θεωρία της «αυξημένης εγκληματικότητας» των μεταναστών, όπως έπαιξε το περασμένο καλοκαίρι η θεωρία του «κινδύνου για την δημόσια υγεία», για να «καθαρίσει» το κράτος το κέντρο της Αθήνας από τους σομαλούς, τους αφγανούς και τους αφρικανούς μετανάστες), είναι ένα καλό άλλοθι του κράτους για να διώξει όσους μετανάστες εργάτες δεν χρειάζεται (Σου θυμίζω ότι τότε επικρατούσαν στο χώρο διάφορες ψυχολογίστικες ερμηνείες της πολιτικής του κράτους σχετικά με το ρατσισμό, πράγμα που δεν απέφυγα και γω, αν θυμάμαι καλά στο συγκεκριμένο άρθρο). Θυμάμαι επίσης ότι ενώ στο περιοδικό συζητούσαμε συλλογικά τα κείμενα και ασχολούμασταν πολύ με αυτά, αυτή η ιδέα πέρασε στο ντούκου. Όταν μερικούς μήνες αργότερα βρήκα σε ένα μονόστηλο της ελευθεροτυπίας μια δήλωση του παπαθεμελή, που έλεγε ότι «πρέπει να δούμε (σ.: το ελληνικό κράτος) πόσους μετανάστες χρειάζεται η ελλάδα για τις δουλειές και τους άλλους να τους απελάσουμε επειδή δημιουργούν πρόβλημα», έμεινα άφωνος, επειδή κατάλαβα ότι κάποιο δίκιο πρέπει να είχα με αυτό που σκέφτηκα (υπενθυμίζω επίσης ότι τότε ίντερνετ –ουσιαστικά- δεν υπήρχε για να ψάξει κάποιος κάτι παραπάνω).
Λοιπόν. 10 χρόνια μετά η πλειοψηφία του «χώρου», πάλι τα ίδια λέει για τους μετανάστες. Τα ίδια που έλεγε και τότε (και αυτοί που δεν λένε τα ίδια, στην πράξη δεν κάνουν απολύτως τίποτα για να βρεθούν μαζί τους). Τους βλέπει τις περισσότερες φορές με ένα συναισθηματικό τρόπο, με ένα τρόπο ιδεολογικό, με μια διάθεση ανθρωπιστική: σαν «αναξιοπαθούντες». Φυσικά αυτή η στάση δεν περιορίζεται σε μια αντίληψη, αλλά και σε μια πρακτική που το φάσμα της αρχίζει από μια ανθρωπιστικού τύπου αλληλεγγύη και φτάνει σε μια ιδεολογικού τύπου αλληλεγγύη. Αρχίζει από το να μαζέψουμε κάποια ρούχα, φάρμακα, χρήματα κλπ για τους μετανάστες και φτάνει μέχρι το να κάνουμε μια πρωτοβουλία αναρχικών και αντιεξουσιαστών για τους μετανάστες. Αρχίζει από το « η Κούνεβα χτυπήθηκε επειδή ήταν γυναίκα και μετανάστρια» και φτάνει μέχρι το «οι μετανάστες είναι απαγορευμένοι εργάτες» (ναι ε; Και πως αντιπαλεύεις εσύ, η ομάδα σου, η συλλογικότητα σου, κλπ αυτή την πραγματικότητα πέρα από μια αφίσα;). (Φυσικά, ειδικά στην περίπτωση της Κούνεβα εκφράστηκε και μια άλλου τύπου αλληλεγγύη).
Κι έτσι για παράδειγμα υπάρχει σε εξέλιξη μια απεργία αλλιεργατών αυτές τις ημέρες, στην Θεσαλονίκη, μια απεργία που όποιος μπορεί να το καταλάβει είναι τρομερά σημαντική , όχι μόνο για τους αλλιεργάτες και τους άλλους μετανάστες της περιοχής, ή ακόμα και της ελλάδας, αλλά και για μας, τους έλληνες εκμεταλλευόμενους, και βρίσκονται μόνο καμιά δεκαριά άνθρωποι στην Θεσσαλονίκη να σταθούν πραγματικά αλληλέγγυοι σ’αυτή την κινητοποίηση. Ενώ για την ιστορία της δολοφονίας στο Α.Τ. στην Νίκαια, όπου το μεταναστευτικό συνυπήρχε με το αντιμπατσικό, γίνανε κάμποσες πορείες, συγκρούσεις με μπάτσους, κλπ . Δεν λέω ότι κακώς γίνανε όλα αυτά. Ίσα-ίσα. Καλώς γίνανε. Απλά αυτό δείχνει και τα όρια της σχέσης του «χώρου» με τους εκμεταλλευόμενους μετανάστες (ή μη) : πρέπει με κάποιο τρόπο να υπάρχει μια σύνδεση με ένα ζήτημα του σκληρού πυρήνα της ιδεολογίας του «χώρου», (π.χ μπάτσος σκοτώνει μετανάστη -«αντιμπατσικό ζήτημα»-, φασίστες κάνουν πορεία ενάντια στο μεταναστευτικό νόμο της κυβέρνησης -«αντιφασισμός»-), για να κουνήσει ο «χώρος» το δακτυλάκι του σε σχέση με αυτό (μόνο με αυτό;) το θέμα
Θα ρωτήσει κάποιος: είναι μόνο ζήτημα ιδεολογίας όλα αυτά; Δηλαδή ζήτημα «ψευδούς συνείδησης»; «Δεν καταλάβανε» μ’ άλλα λόγια, οι σύντροφοι;
Θα σου απαντήσω: όχι φυσικά. Όταν εμείς στην Κρήτη, την περίοδο που είμασταν φοιτητές, κάναμε εκδηλώσεις αλληλεγγύης στους μετανάστες (στις οποίες δεν πατούσε ούτε ένας μετανάστης και μετά εμείς απογοηγευόμασταν), είχαμε τις καλύτερες των προθέσεων. Δεν μας είχε πει όμως κανείς ότι οι μετανάστες δεν είναι θύματα, αλλά εκμεταλλευόμενοι και ότι πραγματική αλληλλεγγύη σ’αυτούς μπορεί να υπάρξει μόνο στην καθημερινότητα της ζωής τους: πραγματική αλληλεγγύη είναι να μαστε δίπλα τους όταν αγωνίζονται ενάντια στα αφεντικά τους (ελληνικά στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων), ή στην γειτονιά τους, για τα ίδια προβλήματα που μπορεί να έχουμε και μεις, κι όχι όταν βάζουμε τις πανκ/ ροκ/ κλπ μουσικές που γουστάρουμε εμείς και τους περιμένουμε να έρθουν στα πάρτι (αλληλεγγύης) μας προς αυτούς και χωρίς αυτούς. Δεν μας το χε πει κανείς και δεν βιώναμε την υλική συνθήκη των μεταναστών (κυρίως επειδή δεν δουλεύαμε), οπότε πως να καταλάβουμε;

Τι πρακτικές συνέπειες όμως έχει αυτή η στάση της πλειοψηφίας του «χώρου»;

Η πιο σοβαρή πρακτική συνέπεια είναι ότι έτσι δεν δημιουργούνται μόνιμοι και σταθεροί δεσμοί και σχέσεις με τους εκμεταλλευόμενους μετανάστες και μετανάστριες. Δηλαδή δεν μπορεί να ασκηθεί μια πραγματικά ανταγωνιστική πολιτική από τον επαναστατικό χώρο και σε σχέση με αυτό το ζήτημα.
Φυσικά αυτή είναι η εικόνα του μισοάδειου ποτηριού. Επειδή παράλληλα υπάρχει η εικόνα του μισογεμάτου. Γιατί πριν μερικά χρόνια λίγοι θα φανταζόταν ότι ένα μειοψηφικό μεν -αλλά υπαρκτό- κομμάτι του χώρου, αποφασίζει να σταθεί έμπρακτα αλληλεγγύο σε αγωνιζόμενους μετανάστες. Έτσι, εκτός από το πολύ σημαντική δουλειά της συνέλευσης αλληλεγγύης στους ψαράδες της Μηχανιώνας, όπως μπορείς να δει κάποιος εδώ, που είπαμε και παραπάνω, το παράδειγμα των συντρόφων από τα ΕΜΜΕ που δουλεύουν με τους αφρικάνους μικροπωλητές, ή το παράδειγμα της συνέλευσης που προσπαθεί να βάλει το ζήτημα σε σχέση με τις διαδικασίες παροχής ασύλου στους πακιστανούς μετανάστες που ξημεροβραδιάζονται στην Πέτρου Ράλλη, είναι κάποια ενθαρρυντικά σημάδια ότι κάτι κινείται. Βοήθησε φυσικά σ’αυτό και ο Δεκέμβρης, όπου ένα σεβαστό κομμάτι μεταναστών ασιατικής κυρίως καταγωγής βρέθηκαν στο δρόμο να συγκρούονται δίπλα μας και να συμμετέχουν στις διαδικασίες μας.
Από κει και πέρα. Γράφω και στο βιβλίο ότι πραγματική αλληλεγγύη στους μετανάστες απαιτεί άλλου τύπου σχέσεις. Τι θέλω να πω με αυτό; Θέλω να πω, ότι είναι πράγματι σχετικά εύκολο κάνεις μια ιδεολογική αλληλεγγύη στους μετανάστες, κολλώντας καμιά αφίσα, ή κάνοντας μια πορεία το χρόνο. Το δύσκολο είναι να δημιουργήσεις δεσμούς αλληλεγγύης μαζί τους, όταν είσαστε στην ίδια δουλειά, ή στην ίδια γειτονιά (ή στο ίδιο γήπεδο, ή στο ίδιο μπαρ, ή στο ίδιο σχολείο, αν και το τελευταίο μάλλον είναι σαφώς ευκολότερο). Γιατί αυτά τα πράγματα θέλουν πολιτική δουλειά καθημερινή, θέλουν κόντρες με τους αποπάνω, θέλουν τόλμη, θέλουν «σπάσιμο των νεύρων», θέλουν υπομονή. Να σου πω το πιο απλό παράδειγμα, από την δική μου προσωπική πείρα; Δουλεύω σ’ενα χώρο εργασίας, όπου έρχομαι καθημερινά σε επαφή με ανθρώπους, σ’ένα χώρο υπηρεσιών. Το 15% με 20% αυτών των ανθρώπων είναι μετανάστες πακιστανικής και ινδικής καταγωγής. Καταλαβαίνεις ότι αν θέλω να κάνω σωστά την δουλειά μου (ακόμα και με τους όρους του συστήματος), θα πρέπει να αναπτύξω τρόπους επικοινωνίας με αυτούς τους ανθρώπους, ώστε να μπορέσω να συννενοούμαι κατ’αρχήν. Αλλιώς θα έχω κι εγώ πρόβλημα και αυτοί. Αυτό γίνεται ακόμα πιο δύσκολο , αν σκεφτείς ότι αυτοί οι άνθρωποι, παρόλο που πολλές φορές είναι περισσότερα χρόνια από τους αλβανούς στην ελλάδα, δεν έχουν ούτε την ίδια ικανότητα αφομοίωσης με τους αλβανούς, ούτε πολύ κοντινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά με μας (φέρνω το παράδειγμα των αλβανών μεταναστών επειδή η πείρα λέει ότι έχουν επιδείξει μια ικανότητα αφομοίωσης πολύ μεγαλύτερη από όλους τους άλλους μετανάστες που βρίσκονται στην Ελλάδα). Πόσο μάλλον επίσης αν θέλω να δουλέψω πολιτικά με αυτούς τους ανθρώπους. Καταλαβαίνεις επίσης, ότι η στοιχειώδης εκμάθηση των urdu, μια καθόλου εύκολης γλώσσας, γίνεται σ’αυτές τις συνθήκες επιτακτική ανάγκη (Βέβαια άλλο να το λες αυτό και άλλο να το κάνεις). Όμως εδώ είναι το σημείο που είπα και πριν πως η νέα σύνθεση της εκμεταλλευόμενης υποκειμενικότητας στην Ελλάδα, βάζει νέα προβλήματα στην επανασταστική μας στρατηγική και μεις καλούμαστε πρώτα απ’ όλα να βρούμε ποια είναι αυτά και δεύτερο να αναζητήσουμε μαζί με τους ίδιους τους εκμεταλλευόμενους μετανάστες, πρακτικές απαντήσεις σ’αυτά τα προβλήματα. Κι αυτό φυσικά δεν είναι δικό μου, ή δικό σου πρόβλημα. Είναι πρόβλημα ολόκληρων πολιτικών διαδικασιών.
Συνοπτικά αυτά είναι κάποια από τα πράγματα που «με τρώνε» με το μεταναστευτικό.

Πάμε τώρα στις άλλες παρατηρήσεις.

Α. η πρώτη παρατήρηση σχολιάζει μια συνοπτική κριτική αναφορά σε μια τάση του αντιεξουσιαστικού χώρου που ασχολείται με την έμπρακτη κριτική σε ένα τομέα της αντικουλτούρας, συγκεκριμένα στην μουσική. Έχεις δίκιο στο ότι πράγματι, δεν έχω μια έμπρακτη εναλλακτική πρόταση, στην πρακτική αυτού του κομματιού του χώρου. Δεν συμμετέχω σε κανένα μουσικό ή άλλο καλλιτεχνικό σχήμα, δεν έχω (σχεδόν) καμιά ιδέα από κανένα μουσικό όργανο. Στην βάση όμως μιας ιστορικής εμπειρίας κάποιων πειραμάτων με ριζοσπαστική μορφή/ περιεχόμενο του παρελθόντος, που είτε κατάφεραν να πετύχουν πέντε πράγματα, είτε συνήθως αφομοιώθηκαν από το σύστημα, νομίζω ότι δικαιούμαι να καταθέσω μια γνώμη σχετικά με αυτό το ζήτημα. Να πω δηλαδή ότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ζήτημα σύνθετο και είναι τουλάχιστον αφέλεια να συρρικνώνεται στην υπόθεση του αντιεμπορευματικού, όσο κι αν η κυκλοφορία αποτελεί μια σημαντική παράμετρο του. Επειδή ωστόσο δεν θέλω να μπω σε μια βάθος συζήτηση και επειδή πραγματικά δεν έχω να προτείνω πολλά πράγματα πέρα από μερικές γενικές ιδέες, παραπέμπω όποιον ενδιαφέρεται σε ένα κείμενο με τίτλο «Προκαταρκτικές σημειώσεις για μια ένα ορισμό της ενότητας του επαναστατικού προγράμματος», που στα ελληνικά μπορεί να βρεθεί στην συλλογή κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς, «Το αισθητικό και το πολιτικό» εκδ. Ελεύθερος Τύπος, και στα αγγλικά στο σάιτ των “Not Bored”. Επίσης σε μια μετάφραση του Hakim Bey, με τίτλο Utopian Blues, που είχαμε δημοσιεύσει παλιότερα στα πρώτα 2 τεύχη του Kιβωτίου, και την έχει ανεβάσει ο βααλ εδώ, για την θέση του μουσικού σε διάφορα πολιτισμικά πλαίσια.

Β. Η ιστορία του κ Πηλ είναι πραγματική, την βρήκα κάπου προς το τέλος του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ την πήρε από τον άγγλο ιστορικό της αποικιοκρατίας Wakefield, όπως λέω και στο βιβλίο. Είναι μια καταπληκτική κατά την γνώμη μου ιστορία που δείχνει λαμπρά πως το κεφαλαίο δεν είναι χρήμα, είναι μια σχέση μεταξύ ανθρώπων, μεταξύ αφεντικών και εργαζομένων. Μια κοινωνική σχέση που έχει ορισμένες προϋποθέσεις: π.χ. πρέπει το αφεντικό να έχει (ή να βρει: βλέπε δάνεια από τράπεζες, ή μετοχές στο χρηματιστήριο, κλπ) χρήματα για να αγοράσει εργασία, και ο εργαζόμενος να μην μπορεί να ζήσει αλλιώς παρά πουλώντας την εργατική του δύναμη για να ζήσει. Μόνο έτσι μπορεί κάποιος να δεχτεί να μπει στην δουλειά κάποιου αφεντικού (δηλ. κανείς δεν πάει να δουλέψει από βίτσιο, ούτε από «αγάπη για την εργασία», το ξέρεις αρκετά καλά κι εσύ κι εγώ, κι όλοι όσοι δουλεύουμε αυτό). Λοιπόν, πράγματι αυτό που μας λέει αυτή η ιστορία είναι ότι την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, δεν μπορούσε να ανθίσει ο καπιταλισμός στην Αυστραλία. Έπρεπε πρώτα να αρχίσουν οι περιφράξεις (enclosures), δηλαδή η κλοπή της (κοινοτικής) γης από τα αφεντικά, για να μπορέσουν στην συνέχεια να «προλεταριοποιηθούν» οι μικροϊδιοκτήτες γης κι από αγρότες, να γίνουν ακτήμονες, ώστε να μην έχουν τίποτα άλλο για να ζήσουν παρά την εργατική τους δύναμη. Αυτή είναι –πολύ χοντρικά- η ιστορία της πρωταρχικής συσσώρευσης που περιγράφει πολύ καλά ο Κάρολος στο 26ο αν δεν απατώμαι κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου.

Δ. και Ε. Η ιστορία της έρευνας, όπως γνωρίζεις πολύ καλά μια και συμμετείχες στην ερευνητική ομάδα για τα φοιτητικά του 2006-2007, είναι μεγάλη. Δεν θα μπω στην σχετική συζήτηση, θα πω μόνο ότι το φ.κ. του 2006-2007 δεν αφορούσε 200 άτομα, αφορούσε χιλιάδες ανθρώπους. Άλλωστε μια που περιμένουμε το πολύ σε 15 ημέρες την κυκλοφορία του βιβλίου «Ακούστε καλά τι λένε οι φοιτητές...» για την φοιτητική έρευνα, πιστεύω ότι θα δοθεί η ευκαιρία να συζητήσουμε διεξοδικότερα τα ζητήματα που σχετίζονται με αυτό το κομμάτι.

Θ. Όσον αφορά το σχόλιο αυτό, να ξεκινήσω αφού πρώτα θυμίσω όλο το απόσπασμα.

«Η πολιτική υποκειμενικότητα της αμφισβήτησης, υποστηρίζει συχνά, το γράφει στις προκηρύξεις της, στα κείμενα της, σε συνθήματα στους τοίχους και σε αυτοκόλλητα, ότι η καθημερινότητα είναι συγκρουσιακή. Στην πραγματικότητα όμως τις περισσότερες φορές αυτό το πράγμα το καταλαβαίνει με ένα διαστρεβλωμένο και άρα αφαιρετικό τρόπο. Κατανοεί δηλαδή ως συγκρουσιακότητα της καπιταλιστικής πραγματικότητας, την σχέση μεταξύ της ριζοσπαστικής υποκειμενικότητας (των πολιτικών μορφών δηλαδή) και των θεσμών του κράτους και των αφεντικών. Μ’ αυτό τον τρόπο χάνει από τα μάτια της, την πραγματική φύση αυτής της συγκρουσιακότητας που έχουμε περιγράψει διεξοδικά σ’ αυτό το κείμενο. Την σύγκρουση των εκμεταλλευόμενων/ καταπιεζόμενων με τους διευθύνοντες και τα αφεντικά τους. Μ’ αυτό τον τρόπο επίσης αποκόβεται από τον ομφάλιο λώρο του ανταγωνισμού. Είτε τελείως και προσπαθώντας να χτίσει τις δικές της αυτόνομες δομές παρέμβασης και να τονίσει τον απόλυτο διαχωρισμό της από όλους τους άλλους (όπως το εγχώριο κόμμα της αυτονομίας). Είτε μερικώς, προσπαθώντας «να εκτρέψει» στο δρόμο τις διαδηλώσεις όσων βαφτίζει μικροαστούς, υποταγμένους, κλπ, τις διαδηλώσεις όσων δεν είναι πολιτικά δεσμευμένοι όπως η ίδια (όσων δηλαδή δεν κατεβαίνουν με μαύρα ρούχα και δεν πετάνε μπουκαλάκια στις πορείες και στις διαδηλώσεις αυτών των μικροαστών…), όπως κάνει το εγχώριο κόμμα της αναρχίας».

Καταρχήν να τονίσω ότι η κριτική αυτή δεν αφορά όλα τα πολιτικά υποκείμενα που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί, ή αυτόνομοι. Αφορά τα πιο οργανωμένα και παραδοσιακά τμήματα τους. Αν θέλεις να το πάω ακόμα παρακάτω: αφορά κυρίως τους σκληρούς πυρήνες αυτών των μορφών. Δεύτερο, όσον αφορά αυτό που λες, «που ξέρεις εσύ με ποιο τρόπο γράφεται το σύνθημα «η πραγματικότητα είναι συγκρουσιακή». Το γνωρίζω τόσο από την πολιτική συμπεριφορά των πολιτικών υποκειμένων είτε αυτοπροσδιορίζονται έτσι, είτε αλλιώς, τόσο στο δρόμο, όσο και στις άλλες εκδηλώσεις τους στον δημόσιο χώρο. Όσον αφορά το ζήτημα της «εκτροπής». Γενικά είμαι ενάντια στην «εκτροπή», όταν δεν το θέλουν τα ίδια τα υποκείμενα που συμμετέχουν σε μια διαδήλωση. Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα: και τι θα κάνεις, θα τα ρωτήσεις ένα- ένα για να ρίξεις μια μολότωφ; Τώρα μην τρελαθούμε. Ο περυσινός Δεκέμβης έδειξε, τραβώντας στην κυριολεξία το χαλί κάτω από τα πόδια όλων των «βίαιων», των «εξεγερτικών», κλπ, κλπ, ότι όταν θέλουν τα ίδια τα υποκείμενα του ανταγωνισμού, ο ρόλος των «εξεγερτικών» γίνεται δευτερεύον, δεν χρειάζεται καμία εκτροπή. Μια συντρόφισσσα μάλιστα από μια κατάληψη, από τις πιο στιγματισμένες σε σχέση με το ζήτημα της βίας, το πήγε παρακάτω. Μου είπε δηλαδή ότι την βραδιά της Δευτέρας που καιγότανε παντού όλα, αυτοί και οι σύντροφοι της, το μόνο που κάνανε ήταν «να προσπαθούν να μαζέψουν τους πιτσιρικάδες να μην καίνε τα πάντα» (δεν την κατηγορώ γι’αυτό). Ξέρεις τι άλλο κάνανε οι σύντροφοι της κι αυτή τις τρεις πρώτες ημέρες που οι δρόμοι καιγότανε; Ήταν μέσα στο πανεπιστήμιο και κάνανε καγκελάκι!!! Ακριβώς! Όταν καιγότανε η μισή πόλη, όταν είχαν στην στηθεί οδοφράγματα σε όλους τους δρόμους του κέντρου, αυτοί κάνανε καγκελάκι. Αυτά για το πόσο μπροστά («πρωτοπορία») είναι αυτός που εκτρέπει σε συνθήκες «κοινωνικής ειρήνης» και κοινωνικού πολέμου. Για να μην πιάσω την «εκτροπή» ως ζήτημα «λογικής πρωτοπορίας», που το θεωρώ εξίσου σοβαρό.
Όσον αφορά αυτούς (εργαζόμενους, φοιτητές) που κατεβαίνουν στο δρόμο σε μια πορεία και δεν θέλουν να συγκρουστούν. Όχι δεν τους θεωρώ «εχθρούς μου στην ταξική πάλη», με βάση μόνο το πως στέκονται απέναντι στο ζήτημα της αντιβίας, σε μια συγκεκριμένη πορεία. Επίσης δεν πιστεύω ότι κάθε πορεία πρέπει να είναι συγκρουσιακή, κι αυτό όχι μόνο με κριτήρια στρατιωτικά («εδώ μας παίρνει να συγκρουστούμε, άρα να συγκρουστούμε», εδώ είναι πορεία του «χώρου», είμαστε λίγοι, άρα μην συγκρουστούμε»), αλλά κυρίως με πολιτικά κριτήρια. Ωστόσο δεν θέλω να πιάσω εδώ το ζήτημα της κοινωνικής αντιβίας.

Ι. Η μετανάστευση για ζήτηση εργασίας για μια ορισμένη περίοδο, είναι μια συνήθης πρακτική των μεταναστών. Στην Ελλάδα αυτή είναι μια επιλογή αρκετών βαλκάνιων εργατών (βούλγαρων και μακεδόνων κυρίως, αλλά και αρκετών αλβανών) που ζητούν απασχόληση ως εργάτες γης στην περίοδο της συγκομιδής των αγροτικών προϊόντων. Προφανώς η εργασία στα χωράφια έχει σαφείς ποιοτικές διαφορές από την εργασία στις βιομηχανίες τεχνολογιών αιχμής στα μεξικανοαμερικανικά σύνορα, όπως σωστά περιφράφεις. Ωστόσο η πρακτική συμπεριφορά της μετανάστευσης για ορισμένο χρόνο δεν διαφέρει μεταξύ των δύο περιπτώσεων. Επίσης δεν γνωρίζω το ποσοστό του πληθυσμού των μεταναστών που δουλεύει περιστασιακά με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο δεν πρέπει να είναι αμελητέο, ειδικά όσον αφορά την βόρεια Ελλάδα.
Αυτά προς το παρών.
Συντροφικά
Ηobo
Σημειώσεις

[1] Γιατί είναι σημαντική για μας αυτή η απεργία; Επειδή αν νικήσουν οι αλλιεργάτες, πέρα από το παράδειγμα νίκης που θα έχουν οι ίδιοι, πέρα από το παράδειγμα που θα φτάσει στους άλλους μετανάστες εκμεταλλευόμενους, θα είναι μια σημαντική δική μας νίκη ενάντια στα αφεντικά με πολλούς τρόπους, που δεν μπορώ να τους εκθέσω τώρα. Καταλαβαίνετε τώρα αν δούμε τα πράγματα με αυτό τον τρόπο, δεν μιλάμε για διεθνισμό πια, ούτε για ενός είδος ιδεολογική/ πολιτική αλληλεγγύη, μιλάμε για ταξικά συμφέροντα χειροπιαστά και για μια υλική/ πρακτική κατάσταση.

[2] Πάρτι αλληλεγγύης διοργάνωσαν και οι σύντροφοι των ΕΜΜΕ (και της ΑΣΣΟΕ) στους σενεγαλέζους μικροπωλητές στις 5 φλεβάρη (το ίδιο βράδυ της αντιφαστιστικής κατάληψης της πρυτανείας). Μόνο που αυτό οργανώθηκε από κοινού με τους μετανάστες και αφού υπήρχε ήδη μια μακρά σχέση με αυτούς. Γι’αυτό άλλωστε το πλαισίωσαν αρκετοί αφρικάνοι (όχι μόνο σενεγαλέζοι).

[3] Δεν είναι πιο εύκολο να κολλάει κάποιος καμιά αφίσα το χρόνο, «αλληλεγγύης στους μετανάστες», ή να κατεβαίνει στην αντιρατσιστική πορεία κάθε 10 του Φλεβάρη, ή ακόμα και να συμμετάσχει σε μια αντιφασιστική συγκέντρωση; Σημείωση: δεν απαξιώνω τίποτα από αυτά όταν αποτελούν κομμάτι μιας συγκροτημένης ανταγωνιστικής πολιτικής. Όταν όμως γίνονται η μοναδική πρακτική δράση σε σχέση με το μεταναστευτικό, δεν βρίσκω κανένα πραγματικό νόημα σε όλα αυτά.






Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010


Πολύ καιρό άφησα αυτό το blog χωρίς ενημέρωση (η αλήθεια είναι ότι δεν έχω αντιληφθεί πολλά λιποθυμικά επεισόδια φανατικών αναγνωστών εξαιτίας αυτού του πράγματος· αυτό δεν πάει να πει ότι δεν έχουν υπάρξει βέβαια...). Γενικά αφενός έχω πολλές (κινηματικές) δουλειές, για να καταφέρνω να είμαι συνεπής στην ενημέρωση ενός blog, αφετέρου δεν έχω συνηθίσει σ' αυτή την ιστορία ακόμα: νιώθω ότι μου πάει καλύτερα το χαρτί....

Όπως και να χει, ευελπιστώ αυτό να αλλάξει από εδώ και πέρα, στο μέτρο του εφικτού.
Δημοσιεύω εδώ κάποιες παρατηρήσεις μιας πολύ αγαπητής συντρόφισσας και φίλης, της Η., που μου έστειλε με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου. Σύντομα θα προσπαθήσω να απαντήσω σε κάποια από τα ζητήματα που βάζει.



Κάποιες σημειώσεις για το βιβλίο «Ίχνη στο χιόνι»


Οι σημειώσεις θα παραπέμπουν σε συγκεκριμένες σελίδες. Σε γενικές γραμμές, η άποψη του βιβλίου συνολικά είναι άποψη που με βρίσκει σύμφωνη. Είναι γεγονός ότι δε μου είπε πράγματα που δεν έχω σκεφτεί ή που δεν έχω ξανακούσει (αφού δεν υπάρχει παρθενογένεση), είπε όμως πράγματα που σίγουρα δεν ακούγονται ούτε γράφονται στο γενικότερο ‘αντι’ χώρο. Οι σημειώσεις που έχω κάνει αφορούν σκέψεις ή προβληματισμούς κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και στέλνονται κατόπιν παράκλησης του συντρόφου που έγραψε το βιβλίο, σε άλλη περίπτωση θα μου ήταν αρκετό να τα συζητήσω κάποια στιγμή μαζί του (αλλά αφού το γραπτό αποζητά μια γραπτή απάντηση, let it be):

Α. Σελ. 27 «Σε μια τέτοια παγίδα....εκστατικά ακροατήρια». Θεωρώ ότι η κριτική που κάνεις είναι αυστηρή σε σχέση με το ζήτημα του αντιεμπορευματικού, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του ότι δεν μπορούν εύκολα να δίνονται απαντήσεις σε όλες τις πτυχές ενός ζητήματος (εκστατικά ακροατήρια, καπιταλιστική σχέση, εμπόριο, καλλιτεχνική φτώχεια κ.α.) όταν τα άτομα που απαρτίζουν τέτοιες διαδικασίες είναι λίγα και όταν αυτοί που κάνουν την κριτική (όπως εσύ) δεν αντιπροτείνουν ή συμμετέχουν σε ανάλογα σχήματα, άρα η κριτική που δεν προέρχεται από την εμπειρία και την τριβή στην πράξη του ζητήματος το οποίο επιθυμεί να θίξει, καταλήγει πολλές φορές να δείχνει μια διάθεση ανάλυσης σε θεωρητικό επίπεδο το οποίο δεν προχωρά απαραίτητα (και μάλιστα η μικρή μου εμπειρία δείχνει ότι ίσως να τους δίνει και τη χαριστική βολή, όχι απλά δεν τα προχωρά) τις διαδικασίες πρακτικά, άρα και μου τίθεται το ερώτημα: ‘ποία η αξία χρήσης της;’

Β. Σελ. 62 «Επειδή δηλαδή...νέο κεφάλαιο». Το παράδειγμα με την Αυστραλία ήταν μέρος της ιστορίας του κυρίου Πηλ ή δική σου εφεύρεση; Στην Αυστραλία η ίδια η συνθήκη της γης οδηγεί σε ‘μη καπιταλισμό’; Εξηγείς παρακάτω βέβαια ότι το κεφάλαιο είναι παραγωγή κέρδους και μετεπένδυση με τρόπο αρκετά σαφή..αλλά το σημείο με την Αυστραλία με προβλημάτισε λιγάκι..και μου φάνηκε αστείο ή μπορεί να μην το κατάλαβα και να θέλει παραπάνω επεξήγηση.

Γ. Σελ. 98 «Στις αναλύσεις του ανταγωνισμού...Είμαστε εμείς». Καταρχήν το ζήτημα της κοινωνικής αντιβίας για τη διεκδίκηση των αιτημάτων που θεωρούνται ΄ρεφορμιστικά’ ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω πως ακριβώς τίθεται (θέλω επεξήγηση). Επίσης, θα μπορούσε κανείς να πει πως μια αισιόδοξη σκέψη του τι προσφέρουν τα κινήματα ή σε τι αντιπαρέρχονται του καπιταλισμού θα κατέληγε στο συμπέρασμα (λίγο μάτριξ κατ’εμέ) ότι η αντίφαση του καπιταλισμού είναι η ύπαρξή μας και όχι η σύγκρουση των παραγωγικών δυνάμεων. Η δική μου άποψη (που φυσικά δεν είναι τόσο διαβασμένη ή τόσο επεξεργασμένη όσο η δική σου) λέει πως πολλοί από τους αγώνες μέσα στην ιστορία τελικά έχουν εξελίξει τον καπιταλισμό, τον έχουν βελτιώσει, τον έχουν εξαγριώσει (κι αυτό το λέω γιατί αναφέρεις παρακάτω ότι αγώνας είναι κάθε συλλογική διεκδίκηση – σελ 102 – άρα σ’αυτούς τους αγωνιστές και μέλη μιας αντίφασης με την ίδια λογική θα μπορούσε στη σημερινή καπιταλιστική συνθήκη στην Ελλάδα να είναι και η Πασκε, δάκε κλπ).
Επίσης, σ’αυτό το σημείο αναρωτιέμαι για το πως γίνεται, αφού εμείς αποτελούμε την αντίφαση και τη σύγκρουση του καπιταλισμού, πολλοί πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες της ιστορίας να έχουν αφήσει ένα αποτύπωμα μάλλον θλιβερό στο μέλλον σε σχέση με το τι αποτέλεσαν; Κι αυτό το αποτύπωμα δεν είναι άλλο από τη χρησιμοποίηση αυτών των αγώνων και των αιτημάτων τους (κρίνοντας δηλαδή εκ του αποτελέσματος) από το χ ‘κεφάλαιο’ για να δημιουργήσει ακριβώς αυτό το οποίο αυτοί οι αγώνες δεν ήθελαν: Το μαστίγωμα ‘με το γάντι’. Γιατί αυτό τελικά ήταν ΚΑΙ απόρροια του χειρισμού των ανταγωνιστικών αυτών υποκειμένων, όπως τα ονομάζεις, της ιστορίας; Η πρώτη και εύκολη απάντηση που σκέφτομαι δεν είναι: ‘Επειδή αυτά τα υποκείμενα δεν είχαν διαβάσει το ίχνη στο χιόνι και την προλεταριακή εμπειρία για να ξέρουν πως να αντιδράσουν’, αλλά επειδή αυτά τα υποκείμενα πολλές φορές τελικά δεν υπήρξαν μέρος μιας αντίφασης ή μέρος ενός ανταγωνιστικού προς τον καπιταλισμό αγώνα, απλά αποτέλεσαν τρόπο για τη βελτίωση του, για τη χρήση του ‘ με το γάντι’. Άρα, διαφωνώ με το ότι κι αν γίνεται καλό είναι, ας γίνεται και αναρωτιέμαι πως γίνεται να θεωρούμε ότι η αντίφαση του καπιταλισμού είμαστε εμείς; Τι μας δίνει το πάτημα; Και η ιστορία δείχνει τελικά ότι δεν είναι όλα για καλό, και δεν αποτελούν όλα αντίφαση και διάβρωση του καπιταλισμού…μπορεί να αποτελέσουν και την προώθησή του τελικά. Εν τέλει, θεωρώ ότι είναι μεγάλες κουβέντες ακόμη για έναν τόσο μικρό ‘χώρο’ και τόσο μικρά βήματα. [1]

Δ. Σελ. 114 «Λέμε ότι η έρευνα...οι ίδιοι στην διάρκειά του». Αντιλαμβάνομαι τη χρήση και σημασία αυτής της έρευνας όταν μπορεί και να πραγματοποιηθεί, όταν της αντιστοιχεί. Σε ένα κίνημα – μόρφωμα που αριθμεί δεν αριθμεί 200 άτομα, αντικειμενικά δεν μπορούμε να μιλάμε για έρευνα (και αναφέρομαι στην έρευνα που προσπαθήσαμε να κάνουμε με τους φοιτητές). Αυτό που θα θεωρούσα πιο απτό προταγματικά θα ήταν η μορφή της έρευνας που λες να είναι εκείνη της παρατήρησης και ανάδειξης των υποκειμένων του κοινωνικού ανταγωνισμού που χρειάζονται κατά τον ερευνητή – παρατηρητή την ώθηση, βοήθεια για να συλλογικοποιηθούν περαιτέρω.

Ε. Σελ. 121 «Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για τον λόγο...στην αγωνιζόμενη υποκειμενικότητα» Νομίζω ότι θέλει μια παραπάνω επεξήγηση το ζήτημα της φαινομενολογίας των αφηγήσεων. Εμένα ακόμη δε μου είναι ξεκάθαρο αν και με ποιο τρόπο συμφωνώ με αυτό που προτείνεις. Το ζήτημα, επίσης, της ανάλυσης των κοινωνικών σχέσεων των ερευνώμενων υποκειμένων καλώς να γίνεται αλλά από ποιούς θα γίνεται; Δεν είναι κι αυτό ένα θέμα; Με ποιο τρόπο αυτοί που ερευνούν και κάνουν και αυτήν την ανάλυση μπορούν να βοηθήσουν αυτό το «δυναμικό υπόλοιπο, που αφορά τις μοριακές διεργασίες που αναδύονται...και αναζητούν τρόπους να το κάνουν» να ανακαλύψουν αυτούς τους αγώνες και τους τρόπους; Κι αυτό το λέω γιατί και οι κριτές τους, οι ερευνητές (προφανώς δεν μπορούν και δεν είναι και θεμιτό όλοι να ασχολούνται με την έρευνα) θα έχουν συγκεκριμένα εργαλεία χρήσης και αντίληψης της ανταγωνιστικότητας και το πως αυτή εκφράζεται (θυμίζω τις απόψεις μας για τους ‘emo’ κατά τη διάρκεια της έρευνας και τι μπορεί να λέμε σήμερα). Τέλος πάντων, μπορεί απλά το σημείο να χρειάζεται μια παραπάνω εξήγηση.

Στ. Σελ 130 «Γιατί όμως συνέβη αυτό;...κρυμμένο μυστικό κάθε ιδεολογίας (σελ 132)». Το ζήτημα των μετανατών είναι αρκετά μεγάλο θέμα για να συζητηθεί σε μερικές γραμμές (άσε που δε με εμπνέει κιόλας πολύ η κουβέντα μέσω γραπτών). Μην ξεχνάς ότι επιπλέον είναι ένα θέμα το οποίο είναι και πολύ δικό μου και αρκετά προσωπικό, οπότε δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω απλά τον κριτή.. Επίσης, δεν μπορώ να τοποθετηθώ σε σχέση με το μεταναστευτικό αφού δεν καταλαβαίνω και καποια δική σου άποψη ή δε βλέπω σε αυτό το σημείο τη δική σου θέση. Αυτό που αντιλαμβάνομαι είναι ότι θέλεις περισσότερο να αναδείξεις το ζήτημα και την προβληματικότητα της ιδεολογίας και όχι να μιλήσεις για το μεταναστευτικό. Το ερώτημα που μου προκύπτει είναι το γιατί έπιασες το μεταναστευτικό για να μιλήσεις για την προβληματική της ιδεολογίας; Ποιο είναι αυτό που σε τρώει σε σχέση με το μεταναστευτικό και γιατί το θεωρείς τόσο κομβικό; Αν δεν ήταν εσκεμμένο ή δε εμμέσως να μιλήσεις και για το μεταναστευτικό, τότε θα σχολίαζα ότι απλά είναι ατυχές το παράδειγμα που χρησιμοποιείς. Αν, από την άλλη, θέλεις να αναδείξεις την προβληματικότητα του μεταναστευτικού σε σχέση με το ζήτημα αυτό τότε θα διαφωνήσω και θα πω ότι η άποψή σου για το μεταναστευτικό θέλει πολύ συζήτηση ακόμη, την οποία ευχαρίστως να την κάνω από κοντά και προφορικά, όχι στην κριτική.

Ζ. Σελ 136 «Βασισμένοι σε αυτή την αντικειμενικότητα...μαζί άλλωστε με τον εαυτό της (σελ 139)». Συμφωνώ πολύ με την άποψη και μου αρέσει και το σημείο που τονίζει πως αυτή η εκούσια δέσμευση είναι η μόνη που δε νοείται ως διαχωρισμός. Πολύ καλό...

Η. Σελ 152 «Στο ερώτημα λοιπόν...της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας». Αυτό το ζήτημα της εμπειρίας με προβληματίζει. Δεν ξέρω αν θα έλεγα ότι είναι η δική του εμπερία στην αλληλεπίδραση της με την εμπειρία της αγωνιζόμενης συλλογικότητας...η σύνθεση της εμπειρίας με τις πολιτικές μορφές κ.ο.κ. Μου ακούγεται κάπως σαν να αποτελούν ξεχωριστά πράγματα αυτά τα δύο. Για μένα η εμπειρία αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη που αναφέρεις νωρίτερα και που αναφέρεται και στην μετάφραση του Λεφόρ περί συνείδησης και συνειδητοποίησης. Αυτή η εμπειρία μέσω της οποίας η θέση του καθενός είναι πλήρως συνειδητοποιημένη και αποτελεί οδηγό που κατευθύνει τις πράξεις και τις σκέψεις του, η συνείδηση που συντονίζεται και υπάρχει με άλλες συνειδήσεις που ενώνονται μέσω της κοινής ταξικής – κοινωνικής τους θέσης.

Θ. Σελ 156 «Η πολιτική υποκειμενικότητα της αμφισβήτησης...όπως κάνει το εγχώριο κόμμα της αναρχίας». Σε αυτό το σημείο η παρατήρηση αφορά την αυστηρότητα που ενδεχομένως διακατέχει την κριτική σου. Πρέπει να αντιληφθεί κανείς ότι οι διαδικασίες φτάνουν και σε αδιέξοδα και στην τελική που ξέρεις εσύ με ποιό τρόπο γράφεται αυτό το σύνθημα τόσο από τους αυτόνομους όσο και από τους αναρχικούς...και εγώ θα σου πω και το άλλο..ότι αυτοί που ενδεχομένως έχουν καταλάβει τόσο καλά τη σημασία του..δε γράφουν συνθήματα, αρκούνται να τα συζητάνε. Απ’αυτούς τους δύο, διαλέγω τους πρώτους που μπορεί να μην ξέρουν ακριβώς τι σημαίνει γι’αυτούς, μπορεί να μην πέφτουν σε αντιφάσεις (αυτό είναι επίσης ουτοπικό, δεν υπάρχει κοινωνική δραστηριότητα χωρίς αντιφάσεις, τότε θα ήταν όλα τέλεια) αλλά τουλάχιστον κινούνται και πράττουν...και στην τελική ‘τα μπουκάλια στις πορείες και η εκτροπή που λες ότι είναι ένα θέμα’.Κι εγώ μπορώ να το πω και να το πιστέψω. Εσύ δηλαδή δεν τους θεωρείς αυτούς ‘υποταγμένους και μικροαστούς’, ίσως και εχθρούς σου στην ταξική πάλη; Μόνο η αναρχία τους θεωρεί; Κι αν ναι, πως αντιμετωπίζεις τις πορείες τους; Ας αναρωτηθούμε λιγάκι κι εμείς που τοποθετούμαστε τελικά και θεωρητικά, άλλα πιο σημαντικά, και πρακτικά, πριν εκσφενδονίσουμε διαχωρισμούς και αυστηρές κριτικές που μόνο σ’αυτό μπορούν να μείνουν.

Ι. Σελ 164 «Κάτι άλλο που κάνει αυτή η πραγματικότητα...πράττουν ακριβώς το ίδιο». Μου φαίνεται λίγο έωλο αυτό που λες. Τα σύνορα Mεξικού Aμερικής (κατά μήκος των συνόρων) η περιοχή είναι γνωστή ως η περιοχή των μακιγιαδόρες (maquiladores) κι αυτό γιατί υπάρχει ένα ιδιότυπο καθεστώς φοροαπαλλαγής και πολλοί επιχειρηματίες έχουν μεταφέρει κομμάτια της παραγωγής στα σημεία αυτά πληρώνοντας μεξικανούς σε αμερικάνικο έδαφος τους μισθούς του μεξικό. Η πληρωμή γίνεται με το κομμάτι και βασίζεται πάντα στη ζήτηση για εξαγωγή της παραγωγής, άρα είναι συνήθως εποχιακή εργασία. Οι μεξικανοί που έχουν χτίσει κατά μήκος των συνόρων (και μιλάμε για παράγκες, όχι για ελληνικά αυθαίρετα) δουλεύουν 6 μήνες ή όσους χρειάζονται στα σύνορα και τους υπόλοιπους σε μεγαλογαιοκτήμονες του νότου της αμερικής, άρα δεν πηγαίνουν εκεί για να φάνε τα λεφτά και να καλοπεράσουν όπως λές, το αντίθετο, εκεί τους πάει η εργασία τους και η κοινωνικοοικονομική συνθήκη. Αρα, ειδικά το σημείο που αναφέρεις όσο και το γεγονός ότι πολλοί βαλκάνιοι κάνουν το ίδιο (που το έχεις δει αυτό????) δεν αποτελεί ούτε υψηλή ζήτηση ούτε ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά, θεωρώ ότι κάνεις λάθος.

Η

[1] Σ’αυτό το σημείο διευκρινίζω ότι δεν έχω διάθεση να ισοπεδώσω τους αγώνες και τελικά γι’αυτό τους επιλέγω και χωρίς αυτούς θα χαθούμε, γι’αυτό είμαι σίγουρη. Δεν υπάρχει καμία άλλη λύση πέρα απ’τον αγώνα αλλά τελικά για να είναι σωστός και αποδοτικός νομίζω ότι μια φόρα στην ιστορία πρέπει να αντιλαμβάνεται τις διαστάσεις του και να λειτουργεί με βάση αυτές. Μόνο έτσι θα φουντώσει και δε θα σβήσει στην ιστορία. Τα σχόλια είναι επειδή υπάρχει η διαφωνία μάλλον στην άποψη για τον αγώνα. Εσύ θεωρείς ότι και να γίνεται καλό, εγώ θεωρώ ότι πρέπει να γίνεται μόνο το καλό. Τα υπόλοιπα από κοντά.


Σάββατο 30 Μαΐου 2009

ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΑΡΣΕΝ

Δημοσιεύω εδώ την κριτική που μου έστειλε ο σύντροφος Aρσέν, για το βιβλίο. Με την επισήμανση όμως, όπως μου τόνισε κι ο ίδιος, ότι αυτές οι γραμμές αφορούν περισσότερο σκέψεις/ παρατηρήσεις κατά την διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου, παρά μια μέχρι τέλους καταληγμένη κριτική.
Παρόλο που εγώ σπατάλησα αρκετό καιρό για την απάντηση μου στο σύντροφο, ομολογώ ότι ισχύει και για μένα η παραπάνω προϋπόθεση. Ποιος είναι ο λόγος γι’αυτό; Ο λόγος είναι ότι αφενός τα ζητήματα που βάζει ο Αρσέν ξεπερνάνε κατά πολύ «άτομικές απόψεις» και αφετέρου ότι δεν έχουν βγει πολλές φορές στο δημόσιο χώρο, ώστε να τύχουν επεξεργασίας και διαλόγου, τουλάχιστον στην σημερινή πραγματικότητα του ανταγωνιστικού κινήματος.
Αναρτώ πρώτα την κριτική του Αρσέν και παρακάτω την δική μου κι έπειτα τα πρόσθετα σχόλια που μου έστειλε διαβάζοντας αυτή την απάντηση.




Λοιπόν φίλε Hobo,
Μερικά σχόλια πάνω στο βιβλίο σου

Καταρχήν να πω ότι με το που το άνοιξα είδα τα περιεχόμενα και το ψιλοξεφύλλισα και άρχισα να το διαβάζω, είπα ότι αυτό είναι ένα βιβλίο με αρχίδια, κι αυτό γιατί αφενός είναι μια συνολική προσέγγιση πάνω στο ζήτημα του ανταγωνισμού και κατά δεύτερον τα πιάνει όλα από την αρχή. Ορίζει δηλαδή. Αυτό είναι για μένα ανταγωνισμός, αυτό είναι αγώνας, αυτό είναι τάξη κ.λ.π. Είναι ένα βιβλίο επίσης που έχει στο κέντρο του τους αγώνες και προσεγγίζει με καθαρό τρόπο αυτή τη μέθοδο που άλλοι την έχουν μεν αλλά δεν την έχουν διατυπώσει ρητά
(π.χ. οι Γαλαρίες είναι ένα περιοδικό διαρθρωμένο γύρω από την κεντρικότητα των αγώνων, αλλά δεν έχω διαβάσει να αναπτύσσουν κάπου ρητά αυτό το σκεπτικό)…

Μ’ αυτή την έννοια λοιπόν είναι ένα βιβλίο το οποίο είτε αποδέχεσαι συνολικά την οπτική του και προχωράς εκ των υστέρων σε επιμέρους ζητήματα, είτε λες δε με αφορά αυτή η προσέγγιση και το βάζεις στην άκρη. Εμένα προφανώς με αφορά αυτή η προσέγγιση…


Επίσης πιστεύω ότι ακριβώς η διάρθρωση του και το γεγονός ότι πιάνει πολλά από τα ζητήματα από το μηδέν θα το κάνουν βιβλίο αναφοράς για τα υποκείμενα του ριζοσπαστικού χώρου (ελπίζω δηλαδή). Αυτό πιστεύω ότι θα είναι ένα κέρδος από την κυκλοφορία αυτής της δουλειάς, να βάλει πάλι στο θεωρητικό πεδίο το ζήτημα του αγώνα σαν κέντρο της ανάλυσης μας πράγμα που δεν παίζει ούτε στην αριστερά ούτε στο μεγαλύτερο μέρος της αναρχίας… Όπως και να χει εγώ ήδη έχω αρχίσει να το προτείνω με μια τέτοια λογική, σε νέους π.χ. συντρόφους που πρώτη φορά ασχολούνται με τη θεωρία, στο πολιτικό μου περιβάλλον κλπ

Ας πάμε όμως σε κάποια επιμέρους σημεία…

Καταρχήν το έχομε ξανασυζητήσει και στο μπλογκ του βα.αλ.: το σχήμα εκμετάλλευση – κυριαρχία που χρησιμοποιείς…

Κρατώντας κάποιες σημειώσεις όταν διάβαζα το βιβλίο είχα γράψει τα εξής:


Νομίζω πως το μεθοδολογικό σχήμα που διάλεξες, εκμετάλλευση-κυριαρχία, κάπου χωλαίνει. Καταρχήν ο ορισμός της εκμετάλλευσης ως απόσπασης υπεραξίας, για μένα είναι προβληματικός κι αυτό γιατί -παρά τις παραδοχές που κάνεις πως δεν υφίσταται ε. χωρίς κ. και αντίστροφα- ξανανοίγει το ζήτημα της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, ένα ζήτημα που η αριστερά δεν το χει ξεπεράσει αλλά και γενικά δεν υπάρχει κοινωνικά ή τουλάχιστον στο ριζοσπαστικό χώρο μια σαφής συζήτηση για αυτό. Για τους αριστερούς υπεραξία παράγουν οι χειρώνακτες, και οι φοιτητές π.χ. παράγουν αρχίδια (αφού το πανεπιστήμιο είναι μόνο ιδεολογικός μηχανισμός).



Για μένα υπεραξία παράγεται παντού (όπως και για σένα όταν παρακάτω λες υπεραξία παράγει ο μπάτσος, ο υπάλληλος κ.λ.π. κ.λ.π). Επίσης θεωρώ ότι υπεραξία παράγεται και έξω από τη μισθωτή συνθήκη (εφόσον η μισθωτή σχέση είναι ακριβώς αυτό σχέση, ανεξάρτητα από το μοριακό επίπεδο στο οποίο μελετάμε κάθε φορά το αν παράγεται ή όχι υπεραξία), με την έννοια ότι υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από σχέσεις που είναι ικανές και κυρίως αναγκαίες συνθήκες για να παραχθεί άμεσα ή έμμεσα υπεραξία. Για μένα π.χ. υπεραξία παράγεται και όταν ο άντρας δέρνει τη γυναίκα του. Δεν είναι μια σχέση όπου εγώ βλέπω την εξουσία…
ότι εκμετάλλευση είναι κυριαρχία και κυριαρχία είναι εκμετάλλευση.
Ο διαχωρισμός που κάνεις λοιπόν για μένα καταλήγει λόγω των όσων λες παρακάτω στην απλή ταυτολογία

Καταυτήν την έννοια ορίζοντας την εκμετάλλευση εγώ θα έλεγα ότι είναι η άσκηση εξουσίας (κυριαρχίας) με σκοπό την απόσπαση υπεραξίας. Φυσικά και αυτό είναι ένας ιστορικός ορισμός που ισχύει μέσα στο καπιταλιστικό δίκτυο σχέσεων και δεν επιδιώκει να εξηγήσει κάτι για προηγούμενες μορφές σχέσεων ούτε λέει ότι η εξουσία (κάτι που για μένα είναι αφηρημένο αν λέγεται έτσι αφηρημένα) είναι κάτι που υπάρχει διιστορικά όπως λένε διάφοροι αναρχικοί. Άλλη η εξουσία και οι στόχοι της στη φεουδαρχία (π.χ. θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εξουσία στη φεουδαρχία αναπαράγει το μύθο και επιβάλλει την υποταγή του δουλοπάροικου στον αφέντη-τον παπα(τον πατριάχη γενικά) και άλλη η εξουσία στον καπιταλισμό

-η συζήτηση πάντως για παλιότερα συστήματα σχέσεων είναι πάντα κάτι στο οποίο κολλάω και δεν έχω μια τόσο ξεκάθαρη άποψη. Σίγουρα όμως δεν με ελκύει κανένας διιστορικός ορισμός της εξουσίας, όπως αυτός που γουστάρει η αναρχία, καθώς συγκαλύπτει άπειρα ράγματα και στο φινάλε την ίδια την ουσία της σχέσης κεφάλαιο-


Όπως τα βλέπω τώρα αυτά τα σχόλια, προφανώς και ίσως να τους λείπει ένα βάθος και μια σαφήνεια, αλλά επιμένω ότι η αίσθηση που μου βγάζει το βιβλίο –παρά το ότι έχεις προσέξει να γράφεις πλάι πλάι τις λέξεις εκμετάλλευση –κυριαρχία- είναι το ότι βλέπεις δύο στιγμές στην καπιταλιστική σχέση και αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο όταν παίζουν τόσες θεωρίες περί σχετικής αυτονομίας των μορφών εμφάνισης της εκμεταλλευτικής σχέσης...
Anyway. Πες μου κι εσύ ίσως πως το βλέπεις, που διαφωνείς κ.λ.π.

Κάποια ζητήματα όπως οι μοριακές συμπεριφορές ή την πανταχού παρουσία επίσης δεν έχουν επεξεργαστεί ρητά από κανέναν, παρά τις αναρχικές φλυαρίες κατά καιρούς για τις μοριακές συμπεριφορές σε ένα ηθικο-ιδεολογικό επίπεδο.

Αν και περιγράφεις πολύ καλά το ζήτημα των μοριακών συμπεριφορών και της δυναμικής που κυοφορούν, εμένα το ζήτημα της πανταχού παρουσίας με προβληματίζει κάπως. Και αυτό γιατί δεν κάνει ξεκάθαρο ποιοι αγώνες μπορούν να δημιουργήσουν κομμουνιστική προοπτική. Π.χ. στο θέμα της ενσωμάτωσης των αγώνων πιστεύω πως χρειάζεται πολύ προσοχή. Εγώ έχω γράψει πως η άποψη που βγάλαν οι γάλλοι μετα-καταστασιακοί το 2005 ότι υπάρχουν αγώνες οι οποίοι λειτουργούν από την αρχή μέχρι το τέλος με τελετουργικό-εκτονωτικό χαρακτήρα μου είναι πολύ δελεαστική. Γράφεις εσύ ας πούμε για τον εκτονωτικό χαρακτήρα των εθιμοτυπικών απεργιών που ωστόσο μέσα στην αντίφαση του εμπεριέχει και την πιθανότητα της συνάντησης των υποκειμένων παρά το τι θέλουν οι γραφειοκράτες. Αυτή νομίζω είναι μια έμφαση σου στη μορφή. Απ την ανάποδη εγώ θα έλεγα υπάρχουν και αυτόνομοι αγώνες οι οποίοι στερούμενοι περιεχομένου δε διαφέρουν σε τίποτα από μια εθιμοτυπική απεργία.
Δεν ξέρω αν είμαι λίγο σκληρός. Αλλά γενικά έχω την τάση να βλέπω την αρνητική πλευρά της αντίφασης συνήθως, γι αυτό και το επισημαίνω αυτό το σημείο. Άνθρωποι ας πούμε όπως το midnight notes αν δεις την προσέγγιση που έχουν για την κρίση (π.χ. το κείμενο του deangelis για την κρίση στα subprime/ αυτό το μεταφράσαμε θα το ανεβάσουμε κάποια στιγμή), βάζοντας κι αυτοί τους αγώνες στο κέντρο της ανάλυσης τους και βγάζουν έναν τριτοκοσμισμό ο οποίος ωστόσο δε μας λέει αν οι αγώνες αυτοί στον τρίτο κόσμο βγάζουν μια κομμουνιστική προοπτική ή αν είναι αγώνες με όρια πολύ συγκεκριμένα και εξαρτώμενα εν μέρει από το επίπεδο της εξαθλίωσης στις χώρες αυτές. Τέλος πάντων . μεγάλη κουβέντα… περισσότερο τροφή για σκέψη όλα αυτά…

Τώρα μερικές ίσως και άχρηστες παρατηρήσεις – λεπτομέρειες

>τα κοκκινόμαυρα μεροκάματα!!! Η συγκεκριμένη φράση με έκανε να χασκογελάσω γιατί μύριζε πολιτική ταυτότητα, αντίθετα με ΌΛΟ το υπόλοιπο βιβλίο (εντυπωσιακό!)… αν θες πες εσύ τι εννοούσες και ήθελες να πεις, λεπτομέρειες λέμε αλλά τα γράφω χαμένα δεν πάνε…

>Το σχόλιο για τον Dauve. Ίσως να έχεις ένα δίκιο ότι ο ΝΤ. Δίνει βάρος στο περιεχόμενο και ξεχνάει τη μορφή αλλά δεν μπορείς να ξεπετάς έτσι όλη τη δουλειά που έχει κάνει με μια υποσημείωση. Έγραψες κι αυτό το μετα-καταστασιακός διανοούμενος και τον αποτέλειωσες. ¨όπως και να χει σου λέω ίσως να χεις εν μέρει δίκιο, το διαπιστώσαμε κι εμείς μετά την κριτική που έκανε ο βα.αλ στην αλίκη στη χώρα των τεράτων, αλλά σίγουρα ο Ντ. Είναι εργαλείο και δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα μαζί του …

>Η φαντασιακή θέσμιση. Κάπου την χρησιμοποιείς σαν βιβλιογραφία. Εγώ να σου πω την αλήθεια θα το απέφευγα. Πιστεύω ότι η φαντασιακή θέσμιση και ειδικά το πρώτο της μέρος της κριτικής στο μαρξ-μαρξισμό, σε καμία περίπτωση δεν είχε διάθεση να παρουσιάσει το μαρξικό έργο σαν έργο αντιφατικό. Ο καστοριάδης σκίζεται να μας αποδείξει ότι ο ντετερμινισμός είναι εγγενές στοιχείο στον μαρξ (παρά τα γλυψιματικά του περί τι μεγάλο μυαλό που ήταν ο μαρξ) και επικαθοριστικό όλων όσων λέει… Και γενικά η φαντασιακή θέσμιση μου τη σπάει σα βιβλίο αφενός γιατί είναι διανοουμενίστικο, αφετέρου γιατί είναι της μόδας και στην ουσία γιατί προσπαθεί να δώσει βάρος στην πολιτική πάλη σε βάρος του κοινωνικού ανταγωνισμού… Ιδεαλισμός δηλαδή με λίγα λόγια. [για να μην υπάρξει παρεξήγηση για τον πρώιμο καστοριάδη δεν έχω κανένα ζήτμα. Άλλωστε κι εγώ ξεπέρασα το λενινισμό διαβάζοντας την «πείρα». Το Σ ή Β νομίζω ότι είναι κι αυτό πολύ χρήσιμο εργαλείο.] Τέλοσπάντων, κι αυτά κάπως λεπτομέρειες…


Αυτά σε γενικές γραμμές αδερφές. Keep up the good work…
Κι ελπίζω πραγματικά να ανταμειφθεί ο κόπος σου (σας) και να γίνει αυτό το βιβλίο , βιβλίο αναφοράς για το κίνημα


Αρσέν





Σύντροφε και φίλε Αρσένιε.

Καταρχήν 3 ευχαριστώ. Σ’ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Σ’ευχαριστώ που διάβασες με τόσο προσοχή το βιβλίο. Σ’ευχαριστώ που αποφάσισες να κρατήσεις σημειώσεις και να εκφράσεις γραπτά τις παρατηρήσεις και την κριτική σου σ’αυτό.
Νομίζω πως χοντρικά μπαίνουν δύο (κύρια) ζητήματα στην κριτική σου. Μόνο που τα ζητήματα αυτά, είναι τόσο κρίσιμα (ειδικά το δεύτερο) και απαιτούν αρκετή συλλογική εργασία και εμπειρία για να απαντηθούν στην πράξη, που αναγκαστικά θα κάνω απλά μια απόπειρα για να τα απαντήσω. Μια απόπειρα κατά την οποία (ειδικά στο δεύτερο ζήτημα), θα προσπαθήσει να σκιαγραφήσει με συγκεκριμένο τρόπο, μόνο τις συνισταμένες μιας πιθανής -πιο ολοκληρωμένης- απάντησης.
Το πρώτο ζήτημα αφορά τον ορισμό της εκμετάλλευσης/ κυριαρχίας και το πως ένας τέτοιος ορισμός σχετίζεται με το ζήτημα της παραγωγικής/ μη- παραγωγικής εργασίας.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά την πανταχού παρουσία του ανταγωνισμού και πως αυτή σχετίζεται με τους αγώνες που έχουν μια προοπτική κομμουνιστική.
Ας αρχίσουμε από το πρώτο ζήτημα λοιπόν. Ότι ο ορισμός της εκμετάλλευσης ως απόσπασης υπεραξίας είναι προβληματικός επειδή ξανανοίγει το παλιό πρόβλημα παραγωγική/ μη- παραγωγική εργασία. Πρόβλημα που βαραίνει πολύ στην παράδοση του επαναστατικού κινήματος, ακόμα και σήμερα, όταν π.χ. κάποιες ακροαριστερές σέχτες αρνούνται να αναγνωρίσουν τον τριτογενή τομέα σαν τομέα παραγωγής, και μιλάνε μόνο για τους εργάτες της βιομηχανίας. Άρα με ένα τρόπο (αν και κάποιος μπορεί να ρωτήσει: Ποιος ασχολείται με την φτώχεια της άκρας αριστεράς;) απασχολεί κεντρικά κάποιον κόσμο. Άρα αξίζει να ασχοληθούμε λίγο μαζί του.

Καταρχήν να πω ότι όλοι οι ορισμοί που δίνονται στο βιβλίο (εκμετάλλευση, κυριαρχία, κοινωνικός ανταγωνισμός, αγώνας, τάξη, κλπ, κλπ) είναι δικοί μου ορισμοί. Δεν τους βρήκα σε κανένα εγχειρίδιο κοινωνιολογίας, πολιτικών επιστημών, αλλά ούτε και σε κανένα «επαναστατικό» βιβλίο, του τύπου του Κεφαλαίου, κλπ Τολμώ να πω ότι δεν τους έχω καν συζητήσει με συντρόφους, μέσα σε συλλογικότητες κλπ, παρόλο που έχω κάνει δεκάδες σχετικές συζητήσεις με συντρόφους, φίλους, κλπ. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή γενικά η κατανομοσία είναι μια πράξη εξαιρετικά δύσκολη, αν κάποιος θέλει να είναι συγκεκριμένος. Μια πράξη θα έλεγα με κόστος, που γι’αυτό υπερβαίνεται εύκολα, ακόμα και στα πλαίσια σοβαρών συζητήσεων, σοβαρών συγγραφέων, ή ακόμα και σοβαρών πολιτικών εγχειρημάτων. Υπερβαίνεται στην λογική, «οκ δεν έχουμε απαντήσεις σε όλα, έχουμε μόνο σ’αυτά που μας χρειάζονται, σ’αυτά που αφορούν άμεσα αυτό για το οποίο πάμε να καταπιαστούμε». Παραβλέπεται ακόμα στην λογική ότι «εδώ δεν κάνουμε φιλοσοφία, εδώ ασχολούμαστε με την δράση», κλπ, κλπ
Κατά την γνώμη μου αυτό δεν είναι και τόσο σωστό. Δεν είναι και τόσο σωστό, αν κάποιος/ κάποιοι θέλουν να είναι συγκεκριμένοι.
Γι’αυτό παρόλο που γενικότερα υπάρχουν προβλήματα όταν πρέπει να φτάσεις στις ρίζες/ πηγές των πραγμάτων, όταν δηλαδή είσαι αναγκασμένος να ορίσεις (ο Καστοριάδης. αντιμετωπίζει σαν τέτοια αυτά τα προβλήματα όταν γυρίζει στον Κάντορ για να ανακαλύψει το σημείο μηδέν της δυτικής μεταφυσικής), ωστόσο αυτό ακριβώς είναι και το δύσκολο του να μιλήσεις συγκεκριμένα στο σήμερα, πηγαίνοντας μπροστά την κατανόηση και την ερμηνεία του κόσμου. Όχι με φιλοσοφικους όρους μόνο, αλλά με όρους πολιτικούς, με όρους θεωρητικοπρακτικούς.

Ας πάμε τώρα στο συγκεκριμένο που βάζεις. Το ζήτημα της παραγωγικής/ μη-παραγωγικής εργασίας μπαίνει στον Μαρξ, αν και αργότερα καταφέρνει να το παρακάμψει σε ένα βαθμό (γι’αυτό άλλωστε σωστά λέει ο Κορνήλιος ότι ο Μαρξ είναι ένας συγγραφέας αντιφατικός, επειδή αντίφαση σημαίνει συνύπαρξη αντιθέτων σε μια ενότητα, η οποία συνύπαρξη οδηγεί κάποτε στην αναπόφευκτη διάλυση της ενότητας, και ο Μαρξ γράφει πράγματα στα διάφορα βιβλία του, τα οποία δεν μπορούν να συνυπάρξουν ταυτόχρονα σε μια ενότητα) επειδή ξεκινάει την ανάλυση του Κεφαλαίου από το εμπόρευμα.

« Ο πλούτος των κοινωνιών που κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα ... γι’αυτο θα ξεκινήσουμε την ανάλυση του από το εμπόρευμα», λέει στην πρώτη φράση του πρώτου τόμου Κεφαλαίου.
Εγώ, εσύ, εμείς, ας πούμε οι σύγχρονοι αγωνιστές,όπως εξάλλου κι όλοι μετά από τον Μαρξ, μικροί, μεγάλοι, ασήμαντοι, σημαντικοί αγωνιστές, κλπ που έχουν γράψει πέντε πραγματάκια, έχουμε πολύ Μαρξ μέσα στο κεφάλι μας και μέσα στα γραπτά μας (όπως ο Μαρξ είχε πολύ Αριστοτέλη, πολύ Πλάτωνα, πολύ Σπινόζα, πολύ Φίχτε, πολύ Χέγκελ, πολύ Φόυερμπαχ, πολύ Ουτοπικούς, πολύ ανώνυμο συλλογικό εργατικό κίνημα, κλπ). Ωστόσο έχουμε και διαφορές. Για παράδειγμα εγώ το βιβλίο και την ανάλυση μου, την ξεκινάω από τις σχέσεις εκμετάλλευση/ κυριαρχία.
Προφανώς και ο Μαρξ μιλώντας για εμπόρευμα, δεν μιλάει για άψυχο προϊόν, αλλά μιλάει για ένα μέσο διαμεσολάβησης σχέσεων. Μιλάει πράγματι έμμεσα για σχέσεις. Επειδή όμως μιλάει έμμεσα για σχέσεις, κι όχι άμεσα, αυτό είναι ένα πρώτο διττό πρόβλημα. Αφενός επειδή ιστορικοποιεί το εμπόρευμα, θεωρώντας το καπιταλιστική αποκλειστικά εφεύρεση, πράγμα που είναι λάθος. Αφετέρου, επειδή αναγκάζεται να αντιμετωπίσει ένα θεωρητικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα που το εισάγει ο Άνταμ Σμιθ, όπως παραδέχεται ο ίδιος: και τι γίνεται με σχέσεις της καπιταλιστικής συνθήκης, που το εμπόρευμα δεν εμφανίζεται σαν άμεσο προϊόν τους, δεν εμφανίζεται στην άμεση εμπειρία μας; Έτσι του προκύπτει το πρόβλημα της παραγωγικής/ μη- παραγωγικής εργασίας.

Λέει λοιπόν στην παράγραφο για την παραγωγική και μη- παραγωγική εργασία των Grundrisse(β΄τόμος,σελ. 225):


Παραγωγική εργασία είναι απλά εκείνη που παράγει κεφάλαιο. Δεν είναι τρέλα, ρωτά έτσι (ή τουλάχιστο κάπως παρόμοια) π.χ ο κ. Σήνιορ, ο κατασκευαστής πιάνων να θεωρείται παραγωγικός εργάτης αλλά ο πιανίστας όχι, παρόλο που χωρίς τον πιανίστα το πιάνο θα ήταν βέβαια παραλογισμός; Και όμως αυτή ακριβώς είναι η αλήθεια. Ο κατασκευαστής πιάνων αναπαραγάγει κεφάλαιο• ο παινίστας απλά ανταλλάζει την εργασία του με εισόδημα. Όμως ο πιανίστας παράγει μουσική και ικανοποιεί το μουσικό μας αισθητήριο, και από μια άποψη το παράγει; Πραγματικά η εργασία του κάτι παράγει αυτό όμως δεν την κάνει παραγωγική εργασία με την οικονομική έννοια(1), όπως δεν είναι παραγωγική και η εργασία του τρελού, που παράγει φαντασιώσεις. Παραγωγική είναι η εργασία μόνο στο βαθμό που παράγει το αντίθετο της. Γι’αυτό άλλοι οικονομολόγοι θεωρούν το λεγόμενο μη- παραγωγικό εργάτη έμμεσα παραγωγικό. Για παράδειγμα, ο πιανίστας προωθεί την παραγωγή εν μέρει δίνοντας στο άτομο μας πιο δραστήρια, πιο ζωντανή διάθεση, ή ακόμα και με την κοινή έννοια ότι ξυπνά μια καινούργια ανάγκη, που για την ικανοποίηση της θα ξοδευτεί περισσότερος κόπος στην άμεση υλική παραγωγή...»

Είναι φανερό ότι ο Μαρξ, παρόλο που σε κάποια σημεία αυτής της παραγράφου είναι ρητός (παραγωγική εργασία είναι αυτή που παράγει κεφάλαιο), σε κάποια άλλα τα μπερδεύει (η εργασία του πιανίστα δεν είναι παραγωγική με την οικονομική έννοια ).


Στο Κεφάλαιο αντίθετα και συγκεκριμένα στο 14ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου (σελ. 525), είναι πια ξεκάθαρος.

Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν είναι μόνο παραγωγή εμπορευμάτων, είναι στην ουσία παραγωγή υπεραξίας. Ο εργάτης δεν παράγει για τον εαυτό του, αλλά για το κεφάλαιο. Γι’αυτό δεν είναι πια αρκετό ότι γενικά παράγει. Πρέπει να παράγει υπεραξία.

Και λίγο παρακάτω μια φράση μαγική, μια φράση τρομερής διαύγειας, μια φράση ωστόσο που να την πάρουμε τοις μετρητοίς καταρρέει όλο το οικοδόμημα αυτού του αριστουργήματος πολιτικής φιλοσοφίας που λέγεται Κεφάλαιο:

Η έννοια λοιπόν του παραγωγικού εργάτη καθόλου δεν περικλείνει μονάχα μια σχέση ανάμεσα στην δράση και στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, ανάμεσα στον εργάτη και στο προϊόν εργασίας, αλλά περικλείνει και μια σχέση παραγωγής ειδικά κοινωνική, που έχει γεννηθεί ιστορικά και βάζει στον εργάτη τη σφραγίδα του άμεσου μέσου αξιοποίησης του κεφαλαίου.

Γιατί αυτή η φράση αυτή είναι για το Κεφάλαιο ότι ήταν τα αεροπλάνα στους Δίδουμους Πύργους την 11η Σεπτεμβρίου; Επειδή ο Κάρολος σ’αυτό το σημείο δείχνει να υποψιάζεται, ότι κατά κάποιο τρόπο δεν είναι το εμπόρευμα το μοναδικό/ κεντρικό στοιχείο της καπιταλιστικής σχέσης, ή είναι μόνο έμμεσα. Αλλά είναι η μισθωτή εργασία αυτό το κεντρικό στοιχείο, ως η σχέση που παράγει εμπορεύματα σαν ειδικές μορφές του κέρδους, σαν υπεραξία,.


Μ’αυτή την έννοια σε εμένα δεν μπαίνει το πρόβλημα παραγωγική/ μη- παραγωγική εργασία, επειδή ακριβώς αντιμετωπίζω σαν κεντρικό στοιχείο της καπιταλιστικής σχέσης την μισθωτή εργασία καθ’αυτήν, όχι το εμπόρευμα. Κι αυτό δεν το κάνω για θεωρητικούς λόγους, ούτε για να αποφύγω τα λάθη του Κάρολου. Το κάνω γιατί πράγματι θεωρώ ότι εμπόρευμα δεν είναι μια καπιταλιστική πρωτοτυπία, υπάρχει και σε πρωτογενέστερες ιστορικές περιόδους. Υπάρχει σαν προϊόν βγαλμένο από άλλες σχέσεις, από σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης προφανώς, όχι όμως από τις καπιταλιστικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, σχέσεις όχι με τον ειδικό ανταγωνιστικό χαρακτήρα αυτών των σχέσεων, που είναι ταυτόχρονα σχέσεις εξάρτησης και ελευθερίας μεταξύ των δύο μερών.
Από κει και πέρα υπάρχει ένα ευρύτερο ζήτημα, το ζήτημα της ταύτισης ή όχι των δύο σχέσεων εκμετάλευση/ κυριαρχία Το γιατί δεν ταυτίζονται οι δύο αυτές σχέσεις είναι αυτονόητο ακόμα και σε εμπειρικό επίπεδο, γι’αυτό το αναφέρω μέσα στο βιβλίο. Ακόμα και στο άμεσο εμπειρικό επίπεδο υπάρχουν εργασίες που δεν παράγουν άμεσα αλλά έμμεσα υπεραξία. Αυτό δεν τις κάνει μη- παραγωγικές. Είπαμε ότι όπου υπάρχει εργασία, υπάρχει εκμετάλλευση και άρα παραγωγή υπεραξίας. Ωστόσο, υπάρχουν πράγματι σχέσεις μέσα στον καπιταλισμό, που παρόλο που είναι σχέσεις κυριαρχίας, δεν είναι ταυτόχρονα και σχέσεις εκμετάλλευσης και το αντίστοιχο. Αυτό το πράγμα, επιμένω, δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Δηλαδή η σχέση δασκάλου- μαθητή είναι μεν σχέση κυριαρχίας, δεν είναι όμως ταυτόχρονα σχέση εκμετάλλευσης. Ο δάσκαλος αποφασίζει, οργανώνει,διδάσκει,κλπ ο μαθητής υπακούει, εκτελεί, διδάσκεται. Ο δάσκαλος εργάζεται, άρα παράγει υπεραξία, είναι με την σειρά του εκμεταλλευόμενος και καταπιεζόμενος (δεν διδάσκει ότι θέλει, πρέπει να δώσει λόγο στον προϊστάμενο, κλπ). Από την άλλη, ο δάσκαλος δεν εκμεταλλεύεται τον μαθητή, δεν του αποσπά δηλαδή υπεραξία, όπως όρισα εγώ την εκμετάλλευση. Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει καταρχήν ότι υπάρχει ένα πράγμα στην πολιτική θεωρία που λέγεται σχηματικότητα (αγία σχηματικότητα!, αναφώνησε κάποτε ο Νέγκρι). Αυτή η σχηματικότητα, εγώ καταλαβαίνω ότι σημαίνει, ότι αναγκαστικά μιλάμε για κάποια πράγματα/φαινόμενα, με ένα όχι απόλυτα καθορισμένο τρόπο, με ένα τρόπο μη- απόλυτα καθορίσιμο. Αυτό όμως δεν σημαινει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε καθόλου για τα πράγματα/φαινόμενα, κάθε άλλο. Μία πέτρα αν την αφήσουμε να πέσει από κάποιο ύψος, θα πέσει κάτω στην γη, είτε βρισκόμαστε στο βόρειο πόλο, είτε στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Θα πέσει φυσικά με διαφορετική ταχύτητα στην γη στις δύο αυτές περιπτώσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε σε ένα σημαντικό βαθμό να καθορίσουμε την πορεία της. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για κάθε πέτρα που αφήνουμε από οποιοδήποτε ύψος από την επιφάνεια της γης, μικρότερο από την ακτίνα της. Μπορούμε να καθορίσουμε σε ένα βαθμό την πορεία της, δεν μπορούμε να την καθορίσουμε απόλυτα. Με άλλα λόγια: η σχηματικότητα, στο βαθμό που κατανοούμε την ύπαρξη της δουλεύει.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση (εγώ πιστεύω και γι’αυτό) γράφω στο βιβλίο το εξής: ότι στην πραγματικότητα ακόμα κι αν σε κάθε καπιταλιστική σχέση δεν μπορούμε να διακρίνουμε άμεσα τις σχέσεις εκμετάλλευση/ κυριαρχία, αν αυτές τις σχέσεις τις τοποθετήσουμε μέσα στο κοινωνικό- ιστορικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται, τότε θα τις διακρίνουμε. Αυτό το σχήμα, δεν το χρησιμοποίησα για να κάνω συνεκτική την θεώρηση μου, αλλά επειδή κατά την γνώμη μου αυτό ισχύει. Γιατί μπορεί για τις ανάγκες της περιγραφής, της ανάλυσης και της κατανόησης ενός κειμένου, να αναγκαστεί κάποιος να μιλήσει τμηματικά για ένα πράγμα, π.χ για το κύτταρο του ήπατος, αλλά στην πραγματική ζωή (in-vivo, που λέμε και στην βιολογία), αυτό που περιγράφουμε για το ένα κύτταρο δεν ισχύει μέχρι τέλους, ούτε όσον αφορά την ανατομία του, ούτε όσον αφορά την φυσιολογία του (και προφανώς την παθοφυσιολογία του). Γιατί; Μα γιατί το κύτταρο είναι μια δυναμική ενότητα, που εντάσσεται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο δίκτυο αλληλεπιδράσεων, πράγμα που κάνει πρακτικά αδύνατο να προβλέψουμε μέχρι τέλους τόσο την συμπεριφορά του, όσο και την κατάσταση του μια συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό όμως δεν εμποδίζει τους ηπατολόγους να θεραπεύουν με σχετικά καλά αποτελέσματα την κατάσταση καταστροφής του ηπατοκυττάραυ που λεγεται ηπατίτιδα C, έτσι δεν είναι;
Με τον ίδιο τρόπο, μια σχηματική αντίληψη (όχι φυσικά: η οποιαδήποτε σχηματική αντίληψη) στην περίπτωση μας, μπορεί να μας βοηθήσει να παράγουμε ανταγωνιστική πολιτική, αρκετά επιτυχημένη μάλιστα, όπως μας έχει δείξει η ιστορική εμπειρία κάποιων παραδειγμάτων.


Πάμε τώρα στο δεύτερο ζήτημα που θέτεις. Αν ο κοινωνικός ανταγωνισμός βρίσκεται παντού, ποιοι είναι οι αγώνες που μπορούν να δημιουργήσουν κομμουνιστική προοπτική;

Καταρχήν πίσω από αυτό το ερώτημα, υπάρχει ένα πρώτο ζήτημα δικό μου: τι ακριβώς σημαίνει αγώνας που δημιουργεί κομμουνιστική προοπτική; Να υποθέσω ότι σημαίνει αγώνας που μέσα στο περιεχόμενο και στην μορφή του κυοφορεί ιδέες ισότητας, αυτοοργάνωσης, αυτονομίας, ελευθερίας, I κλπ; Ή να υποθέσω ότι αγώνας που δημιουργεί κομμουνιστική προοπτική, είναι αγώνας που μπορεί να πάει παρακάτω, να λειτουργήσει σαν πυροκροτητής κλπ, κάτι αντίστοιχο με αυτό που εννοούν οι τροτσκιστές όταν διακηρύσσουν την πίστη τους στην γενική απεργία ως το «γενική πρόβα» της επανάστασης; Ή τέλος να υποθέσω ότι αυτό σημαίνει, έναν αγώνα, που μέσα στα περιεχόμενα του -κι ανεξάρτητα από τις μορφές που παίρνει-, κυοφορεί τις κομμουνιστικές αξίες;
Έχω την εντύπωση ότι κυρίως αναφέρεσαι στην πρώτη περίπτωση έχοντας στην προοπτική του βλέμματος σου την δεύτερη. Ή τουλάχιστον: εγώ αν μου βάζανε αυτή την ερώτηση (ποιος αγώνας δημιουργεί κομμουνιστική προοπτική;), αυτό θα αντιλαμβανόμουν.
Στην βάση αυτής της υπόθεσης θα ξεκαθαρίσω περαιτέρω τι εννοώ, όχι τόσο όταν μιλάω για «πανταχού παρουσία» του ανταγωνισμού, αλλά κυρίως όταν αναφέρομαι στην ανάγκη συμμετοχής/ μελέτης/ διερεύνησης/ κυκλοφορίας των αγώνων.
Καταρχήν να συμφωνήσουμε ότι για να ανακαλύψουμε ποιοι αγώνες δημιουργούν κομμουνιστική προοπτική, πρέπει (τουλάχιστον) να διερευνήσουμε αυτούς τους αγώνες. Όταν εγώ λέω ότι μια εθιμοτυπική απεργία της ΓΣΕΕ συνιστά αγώνα, που μπορεί να δώσει την ευκαιρία σε κάποιους εργαζόμενους να συναντηθούν (υλισμό της συνάντησης!, το λένε κάποιοι ,νομίζω, αυτό), να γνωριστούν μεταξύ τους και να φτιάξουν μια κοινότητα αγώνα, δεν εμμένω στην μορφή, ούτε στο περιεχόμενο της εθιμοτυπικής απεργίας, ή της συνάντησης και της δημιουργίας της κοινότητας. Εμμένω στην ίδια στην κοινωνικό- ιστορική συγκυρία και στην ευκαιρία που μπορεί να δώσει για να δημιουργηθεί μια καταρχήν κοινότητα που θα βάλει στο κέντρο της δραστηριότητας την κριτική τόσο στην μορφή, όσο και στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης κινητοποίησης.
Ας πάρουμε κάποιες προϋποθέσεις για να συζητήσουμε παραπέρα αυτή την σχέση.
Προϋπόθεση πρώτη: υπάρχουν περιπτώσεις αγώνων με περισσότερα ενδιαφέρον από την άποψη της κομμουνιστικής προοπτικής από άλλους.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν περιπτώσεις αγώνων, που χρειάζεται να διερευνηθούν, να επεξεργαστούν και να κυκλοφορήσουν, περισσότερο από ότι χρειάζονται κάποιοι άλλοι (Ας πούμε η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα που έκανε πολιτική δουλειά στην Ρενώ στο Παρίσι, υποστήριζε ότι στηρίζουμε πάντα τους αγώνες που βάζουν το ζήτημα των ίσων αυξήσεων των μισθών σε όλη την ιεαραρχία κι όχι της κλιμακωτής αύξησης ανάλογα με την ιεραρχική πυραμίδα).
Προϋπόθεση δεύτερη: δεν δημιουργούν όλοι οι αγώνες κομμουνιστική προοπτική. Δηλαδή υπάρχουν αγώνες πράγματι, που τόσο στην μορφή, όσο και στα περιεχόμενα τους, είναι τρομερά προβληματικοί.
Προϋπόθεση τρίτη: στόχος μας παραμένει πάντα η κομμουνιστική προοπτική, όχι σαν ένα μακρυνό και αφηρημένο μέλλον, αλλά σαν μία διαδικασία που συμβάλλει στο σήμερα στην δημιουργία αυτού του μέλλοντος.
Άρα κεφαλαιώδες ζήτημα για μας είναι πως συνδέεται αυτό το παρών με το μέλλον. Ακόμα πιο συγκεκριμένα: πως συνδέεται το μερικό με το γενικό, πως συνδέεται π.χ., ο αγώνας των συμβασιούχων, φοιτητών και αλληλέγγυων τους ενάντια στις εργολαβίες στο ΑΠΘ, ή ο αγώνας στο πάρκο Κύπρου και Πατησίων, με την κοινωνική απελευθέρωση.
Αυτό το ερώτημα, όπως αντιλαμβάνεσαι, είναι όλα τα λεφτά.
Θες να θυμηθούμε μαζί μερικές απαντήσεις σ’αυτό το ερώτημα, που ρητά, ή υπόρρητα δίνουν οι διάφορες τάσεις του κινήματος;
Π.χ η αριστερά λέει: αυτή την σύνδεση την κάνει το κόμμα. Είτε ενισχύεστε το κόμμα με την ψήφο σας στις εκλογές, είτε ενισχύεστε το πυκνώνοντας τις γραμμές του και έτσι θα πάμε πιο γρήγορα προς το στόχο του «κομμουνισμού».
Η αναρχία λέει κάτι άλλο. Συμμετέχουμε στους αγώνες, που είναι ριζοσπαστικοί, με σκοπό να τους ριζοσπαστικοποιήσουμε ακόμα περισσότερο, να εκτρέψουμε τις διαδηλώσεις στο δρόμο κλπ
Υποθέτω ότι υπάρχουν κι άλλες τοποθετήσεις επί του ζητήματος, τις οποίες όμως είτε δεν τις ξέρω, είτε μου μοιάζουν παραλλαγές των προηγούμενων, γι’αυτό δεν τις αναφέρω καν.
Θα σου πω τώρα τι απάντηση (νομίζω πως) δίνει η ανταγωνιστική παράδοση σ’αυτή την ερώτηση.
Λοιπόν λέμε ότι ο ίδιος ο αγώνας έχει μια αυταξία, για διάφορους λόγους, όταν φυσικά έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Ένας πρώτος λόγος είναι, ότι συνιστά σημαντικό πράγμα οι εκμεταλλευόμενοι να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Αυτό τους δίνει αυτοπεποίθηση από την μια, τους κάνει να σπάσουν την μοιρολατρική διάθεση που επιβάλλει το σύστημα, τον ατομικισμό, τις ιδεολογίες της εξατομίκευσης : «ο καθένας να κοιτάει την πάρτη του».
Ένας δεύτερος λόγος είναι ο παιδευτικός ρόλος του αγώνα: μέσα από τον αγώνα και τις διαδικασίες του, στο βαθμό που αυτές βοηθούν και ενισχύοουν την δημιουργική έκφραση των αγωνιζόμενων, οι αγωνιζόμενοι μαθαίνουν/ εκπαιδεύονται στην άσκηση ανταγωνιστικής πολιτικής. Μαθαίνουν να παίρνουν πρωτοβουλίες, μαθαίνουν την αξία του να ασχολείσαι με ότι σε αφορά, μαθαίνουν την χαρά του να μοιράζεσαι στιγμές μαζί με άλλους, μαθαίνουν να κατεβαίνουν στο δρόμο, μαθαίνουν, αν θέλεις, να συγκρούονται με τους μπάτσους, κλπ, κλπ.
Ένας τρίτος λόγος αφορά αυτό που γράφω και στο βιβλίο, στην παράγραφο «Πολιτική μορφή και εκμεταλλευόμενη υποκειμενικότητα»:
Κάθε αφαίρεση από την εντολή και την εκμετάλλευση, είναι πρόσθεση στις ανάγκες και στις επιθυμίες των εκμεταλλευόμενων.
Ας το δούμε αυτό με ένα παράδειγμα, αυτό που αφορά τον «αγώνα για το μισθό» και πως το έβλεπαν ορισμένοι από τους Ιταλούς την δεκαετία του 70. Το παρακάτω απόσπασμα είναι από ένα άλλο (αδημοσίευτο) κείμενο μου, που αφορούσε το ζήτημα «Χρόνος εργασίας και μισθός»:

Οι αυτόνομοι στην ιταλία λέγανε το 70. Χρησιμοποιούμε τον αγώνα για το μισθό ως το πλαίσιο για την οργάνωση της τάξης και για το σπάσιμο της πολιτικής του κεφαλαίου (από μνήμης τα γράφω αυτά). Λοιπόν τι σημαίνουν αυτά; 1. Ότι μέσα από τον αγώνα για το μισθό καταφέρνανε να οργανώσουν τους εκμεταλλευόμενους, με την έννοια της αυτοοργάνωσης των ίδιων των εκμεταλλευόμενων, όχι της καθοδήγησης. Και 2. ότι ταυτόχρονα μέσα από αυτό τον αγώνα, σπάνε την πολιτική του κεφαλαίου, δηλαδή παίρνουν ένα μέρος από τα κλεμμένα (την υπεραξία δηλαδή) πίσω. Λοιπόν αυτό το τελευταίο είναι εξαιρετικά σημαντικό. Παίρνουμε πίσω από το κεφάλαιο και το κράτος (εμείς που είμαστε στο δημόσιο), ένα μέρος από αυτά που μας κλέβει. Αυτό πάει να πει πολλά πράγματα. Το πρώτο: σπάμε την πολιτική λιτότητας του κράτους, μας βλέπουν κι άλλοι εργαζόμενοι παίρνουν θάρρος, κάνουν το ίδιο, τελικά και μέσα από μια μη- γραμμική διαδικασία βάζουμε το μαχαίρι στο λαιμό του κράτους και του κεφαλαίου, να και η κρίση. Το δεύτερο: τονίζουμε ότι οι ανάγκες μας, εμάς των εκμεταλλευόμενων/ κυριαρχούμενων, είναι πάνω από τις ανάγκες κράτους και κεφαλαίου. Δηλαδή ενώ αυτοί μας λένε: «πρέπει να κάνετε θυσίες, εμείς τους λέμε: άντε γαμηθείτε, δεν κάνουμε θυσίες για την εθνική σας οικονομία, για τα συμφέροντα σας δηλαδή. Παλεύουμε μόνο για τα δικά μας συμφέροντα». Σπάμε την συναίνεση με λίγες λέξεις: .

Θα πρόσθετα σήμερα,ότι με το πρώτο οι ιταλοί είχαν στο μυαλό τους ότι βάζουν σε κρίση την οικονομική/ πολιτική λειτουργία του κράτους/ κεφαλαίου, ενώ με το δεύτερο βάζουν σε κρίση την ιδεολογική λειτουργία των θεσμών.

Με αυτή την παρατήρηση, ουσιαστικά προσπαθώ να δω τον αγώνα μέσα στο κοινωνικό- ιστορικό πλαίσιο που συμβαίνει. Ένα πράγμα που το βιβλίο είχε απλά σκοπό να αναφέρει κι όχι να μιλήσει επ’αυτού. Επειδή αυτό που με ενδιαφέρει καταρχήν στο βιβλίο, είναι να δημιουργήσω κάποια εργαλεία ανάλυσης και να τονίσω την ανάγκη, την γενική ανάγκη, να δούμε την σημασία των κοινωνικών αγώνων, και να συμμετέχουμε σ’αυτούς.
Ωστόσο αν είχε νόημα η τελευταία λέξη του βιβλίου («συνεχίζεται»), πιστεύω ότι το νόημα ξεκινάει ακριβώς από αυτό το πράγμα.
Ας δούμε την σημερινή κοινωνικό-ιστορική συνθήκη μέσα από τους ανταγωνισμούς που ξεσπάνε εδώ και κει. Ας καταφέρουμε να αναλύσουμε/ επεξεργαστούμε αυτούς τους ανταγωνισμούς, τόσο για να ανακαλύψουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας, όσο και για να βρούμε την σύνδεση ανάμεσα στην αντικειμενική συνθήκη και στις σημερινές ανάγκες/ επιθυμίες των εκμεταλλευόμενων. Και να καταφέρουμε, βάσει αυτής της σχέσης (αντικειμενική συνθήκη -υποκειμενικές ανάγκες/ επιθυμίες) να παράγουμε ένα ανταγωνιστικό πολιτικό πρόγραμμα που να έχει εφαρμογή στο σήμερα, και να εντάσσεται σε μια στρατηγική που θα έχει στην προοπτική της την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Θέλεις να γίνω πιο συγκεκριμένος, για να αποδείξω ότι τέτοιες απόψεις/ θέσεις σ’αυτή που εξέφρασα παραπάνω, υπάρχουν σε ελάχιστους ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στο επαναστατικό κίνημα;
Ας πάρουμε την υπόθεση των καθαριστριών της Πεκοπ και της Κούνεβα. Ένα μεγάλο κομμάτι του κινήματος, άμεσα ή έμμεσα, ασχολείται εδώ και κάμποσους μήνες μ’αυτή την υπόθεση, σε ένα καθαρά εμπειρικό επίπεδο.
Πρόσφατα μπήκε ένα ζήτημα. Με αφορμή την ιστορία της ΠΕΚΟΠ και την Κούνεβα, ας ανοίξουμε το ζήτημα του δουλεμπορίου, των εργολαβικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στο δημόσιο. Τι υπάρχει τώρα εδώ;
Υπάρχουν κάποιες καθαρίστριες που διεκδικούν την πρόσληψη τους στο Δημόσιο και την καταγγελία του εργολάβου που ευθύνεται για την απόπειρα δολοφονίας μιας συνδικαλίστριας. Εμείς, ως πολιτικά υποκείμενα πως στεκόμαστε απέναντι σ’αυτό το πράγμα;
Θα σου απαντήσω, πως στέκεται ένας κόσμος που εφαρμόζει μια ιδεολογικής μορφής αλληλεγγύη στις καθαρίστριες. Λέει λοιπόν αυτός ο κόσμος, ότι εμένα δεν με νοιάζει να γίνουν οι καθαρίστριες δημόσιοι υπάλληλοι, γιατί πάλι θα είναι εργάτριες, ή γιατί από ένα ιδιώτη αφεντικό, θα έχουν πάλι το κράτος πάνω από το κεφάλι τους. Εξάλλου υπάρχει και το ζήτημα της «άρνησης της εργασίας»...
Είναι φανερό ότι σε ένα αφηρημένο επίπεδο αυτές οι αρχές που προβάλλονται, έχουν την ίδια αξία με τις αρχές «κάτω το κράτος», «κάτω το κεφάλαιο». Στην συγκεκριμένη πραγματικότητα όμως συνιστούν ξεκάθαρη ιδεολογία. Γιατί;
Γιατί απλούστατα την άρνηση της εργασίας, την έχει εφαρμόσει σήμερα η καπιταλιστική σχέση σε όλο το μεγαλείο της και μάλιστα με την βία: «Δεν υπάρχει δουλειά, κόψτε το κεφάλι σας». Μάλιστα όσο βαθαίνει η κρίση, η ανεργία, θα διογκώνεται όλο και περισσότερο. Ποιος εφεδρικός στρατός; Εδώ υπάρχει κρίση!. Έτσι λένε τα αφεντικά. Άντε τώρα εσύ να υπερασπιστείς την άρνηση της εργασίας. Μ’άλλα λόγια αυτό το σύνθημα ανήκει στην εποχή του φορντισμού και των μεγάλων αγώνων που έδιναν στις δεκαετίες 60-70 οι βιομηχανικοί εργάτες και εργάτριες, δηλαδή φιγούρες με μια σταθερή/ εξασφαλισμένη θέση εργασίας σε μια συγκεγκριμένη κοινωνικό- ιστορική συνθήκη, αυτή της κεϋνσιανής ρύθμισης και του κράτους πρόνοιας, απόρροια και απάντηση ταυτόγχρονα σ’αυτούς τους αγώνες. Πως μπορεί να ακουστεί σήμερα αυτό το σύνθημα σε συνθήκες κρίσης, μαζικής ανεργίας, επισφάλειας, υποτίμησης της εργασίας, κλπ; Γραφικό τουλάχιστον....
Θα ρωτήσει τώρα κάποιος: εσύ ρε φίλε τι προτείνεις;
That’s a good question!
Εγώ/ εμείς, δεν έχουμε έτοιμες απαντήσεις. Όσο δεν είμαστε θιασώτες της ιδεολογίας και των αφαιρέσεων, άλλο τόσο δεν είμαστε προσκυνητές του εφικτού και του ρεαλιστικού, πόσο μάλλον κόλακες του («αυτό μπορεί να γίνει, αυτό θέλουν οι εργαζόμενες, αυτό θέλουμε και μεις»).
Εγώ/ εμείς προτείνουμε αυτό που έγραψα παραπάνω: πρέπει να διερευνήσουμε, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε ούτε στο αυθόρμητο της στιγμής, ούτε στον εμπειρισμό (Πόσους αγώνες γνωρίζουμε, διερευνούμε και συμμετέχουμε σήμερα ως ανταγωνιστικό κίνημα; Τους έχουμε μελετήσει για να δούμε τι ζητήματα βάζουν, πως τα βάζουν, να κάνουμε δηλαδή μια συγκριτική μελέτη τους, να έρθουμε σε επαφή με τα υποκείμενα και να τα ρωτήσουμε γι’αυτό που ζητούν και γι’αυτό που επιθυμούν, εν τέλει να αποκτήσουμε μια κρίσιμη μάζα στοιχείων για να δούμε τι συμβαίνει και τι μπορούμε να πούμε για τα «αιτήματα» των αγώνων;) Και φυσικά, όλα αυτά σεβόμενοι απόλυτα την αυτονομία της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας, την αυτονομία της τάξης.

Όσον αφορά αυτό που λένε οι γάλλοι μετακαταστασιακοί, ότι δηλαδή «υπάρχουν αγώνες οι οποίοι λειτουργούν από την αρχή μέχρι το τέλος με τελετουργικό-εκτονωτικό χαρακτήρα», θα θελα καταρχήν να διαβάσω τα επιχειρήματα τους, αν και σε γενικές γραμμές προσωπικά αυτό που μου λένε δεν μου μοιάζει δελεαστικό. Η μόνη περίπτωση που τα αφεντικά πριμοδοτούν ένα αγώνα, προκειμένου να εκτονωθεί, η οποία μπορώ να φανταστώ, είναι όταν φοβούνται την έλευση των αυθεντικών ξεσπασμάτων. Θα έλεγα όμως, ότι σήμερα, τέτοια περίπτωση «πριμοδότησης» είναι εξαιρετικά επισφαλής από την πλευρά τους. Θα έλεγα μάλιστα, ότι το γεγονός ότι ως μοναδικό μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης που βλέπω να παίρνουν, μέτρο που αν μη τι άλλο αποδείχνει μια έλλειψη ευφυϊας από την πλευρά τους, είναι η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών. Αυτό δείχνει και το γεγονός ότι έχουν καταλάβει τουλάχιστον την κρισιμότητα της κατάστασης και αφού δεν θέλουν ή δεν μπορούν να την προλάβουν, φροντίζουν τουλάχιστον να μειώσουν τις τραγικές συνέπειες που μπορεί να έχει για τις τύχες τους. Σ’αυτές τις συνθήκες, παιχνίδια «πριμοδότησης» είναι εξαιρετικά επικίνδυνα. Πάντως όπως κι αν έχει, θα ήθελα την παραπομπή στο συγκεκριμένο κείμενο των γάλλων.

Τώρα όσον αφορά τον Ντωβέ. Τον Ντωβέ τον έμαθα μέσα από την συλλογή άρθρων των παιδιών της Γαλαρίας, «Έκλειψη και επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος». Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, έμεινα κατάπληκτος. Γιατί; Επειδή, έχοντας διαβάσει πολύ (μα πάρα πολύ) Καστοριάδη, θεωρούσα δεδομένα μερικά πράγματα: π.χ. την κατάρρευση του οικονομικού ντετερμινισμού του Κάρολου, ειδικά όπως εκφράζεται μέσα τόσο από το νόμο της αξίας, όσο και από την θεωρία της κρίσης (σαν απόρροια της πτώσης του ποσοστού κέρδους, 3ο κεφάλαιο, 3ου τόμου του Κεφαλαίου). Την συντριβή των σχεδόν μηχανιστικών αντιλήψεων του ιστορικού υλισμού, αλλά και της αντίληψης του εργοστασίου ως απαύγασμα της καπιταλιστικής ορθολογικότητας. Και πάνω από όλα, το μόνο που δεν συγχωρώ στον Κάρολο (όλα τα άλλα δεν με ενδιαφέρουν. Άνθρωπος ήταν ο Κάρολος, έγραψε κάποια σωστά και κάποια λάθος, δικαιούται να κάνει πολλά λάθη, μια που τόσα ενδιαφέροντα και ζωτικά πραγματικά για μας, κατάφερε να σκεφτεί και να γράψει): την αναγωγή της επαναστατικής θεωρίας σε επιστήμη (διαλεκτική επιστήμη).
Οπότε διαβάζοντας αυτό το κείμενο, κι έχοντας στο νου από την άλλη όλη την εμπειρία των κινημάτων του 60 και την σφοδρή κριτική που έκαναν στα μοντέλα οργάνωσης της ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας και των πολιτικών μορφών, βλέπω ένα άνθρωπο να ξαναγυρνάει σε ότι εγώ θεωρούσα την πρώτη ύλη μιας ιδεολογίας νεκρής. Άρχισα τότε να κρατάω σημειώσεις, προκειμένου να αρχίσω ένα διάλογο με τους ανθρώπους που δημοσίευεσαν αυτό το βιβλίο.
Έκανα λοιπόν μια ιδεολογική κριτική στο Ντωβέ, ένα κείμενο που δεν βγήκε ποτέ στην δημοσιότητα, επειδή σ’αυτή την φάση, συνάντησα τυχαία την κριτική του Γιάννη Ιωαννίδη, η οποία είχε ήδη αναρτηθεί στο διαδίκτυο.
Η κριτική αυτή συνιστά ένα από τα καλύτερα κείμενα πολιτικής σκέψης που έχει γραφτεί στα ελληνικά την δεκαετία του 2000, ένα κείμενο που εμένα με επηρέασε πάρα πολύ, και με έκανε να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα όσον αφορά ειδικά το ζήτημα μορφή- περιεχόμενο και να βάλω αυτά τα πράγματα σε μια ανταγωνιστική κατεύθυνση, πέρα απότις αφαιρέσεις του Κορνήλιου, όταν σταμάτησε να είναι πολιτικός αγωνιστής κι έγινε διανοούμενος (μιλάμε για διαδικασία βέβαια, δεν μιλάμε για μια στιγμή). Αυτό το κείμενο, 3 κείμενα στην πραγματικότητα, θα στο στείλω μαζί με την απάντηση μου.
Πάμε παρακάτω.
Μα θα μου πεις: δεν είχες βρει τίποτα καλό στο Ντωβέ; Δεν ξέρω φίλε αν υπερβάλλω, αλλά θα σου πω αυτό που είπε κάποτε ο Κορνήλιος, όταν τον του έκαναν αντίστοιχη ερώτηση, γι’αυτό το νεοαντιδραστικό ρεύμα, προπατόρων του μεταμοντερνισμού, που ονομάστηκε «νέοι φιλόσοφοι» στην Γαλλία: «ότι σωστό γράφουν είναι παλιό, έχει ξαναγραφτεί, κι ότι καινούργιο γράφουν δεν είναι απλώς λανθασμένο, είναι αντιδραστικόό»
Σου μοιάζω λίγο σκληρός κι εγώ τώρα, απλά αυτή την εικόνα έχω αποκομίσει από τον Ντωβέ, χωρίς να έχω διαβάσει βέβαια ακόμα την μπροσούρα που έχετε εκδώσει εσείς, ούτε βέβαια την κριτική του βααλ που αναφέρεις (θα την διαβάσω σύντομα την μπορούρα, μπορεί ο Ντωβέ να έχει αλλάξει κάποιες από τις απόψεις του).
Από κει και πέρα, μπορώ μόνο να υποθέσω τι σου αρέσει στον Ντωβέ. Για παράδειγμα εγώ διαβάσα Κορνήλιο, πριν διαβάσω Μαρξ, Λούκατς, κλπ Πολλά πράγματα από αυτά που συνάντησα και μου άρεσαν στον Κορνήλιο για πρώτη φορά, ήταν σκέψεις και ιδέες όλων των παλιών μαρξιστών (και του ίδιου του Μαρξ), αλλά εγώ το απέδιδα στον Κορνήλιο. Μην ξέροντας τα αναγνώσματα σου και την κινηματική εμπειρία από την οποία προέρχεσαι μπορώ να κάνω αυτή την υπόθεση εργασίας σε σχέση με αυτό το ζήτημα. (Η οποία μπορεί να είναι και λάθος φυσικά).
Αυτά για τον Ντωβέ.



Τώρα για τα κοκκινόμαυρα μεροκάματα.
Έχω δεχτεί από διάφορες μπάντες κριτική γι’αυτή την φράση. Για παράδειγμα έχω δεχτεί κριτική από σένα για το κοκκινόμαυρο που μυρίζει πολιτική ταυτότητα, αλλά έχω δεχτεί κριτική κι από συντρόφους για το μεροκάματα, που μυρίζει «αριστερισμό, λογική θυσίας» («αφού δεν γουστάρεις αυτό που κάνεις και το βλέπεις σαν δουλειά, γιατί το κάνεις;», ρωτάνε...).
Λοιπόν, δεν είναι έτσι.
Καταρχήν ένα κομμάτι αυτού του πράγματος συνιστά σημειολογική πλάκα. Δεν μιλάω για κόκκινα μεροκάματα που λένε κάποιοι άλλοι, μιλάω για κοκκινόμαυρα.
Ένα άλλο κομμάτι, που υποθέτω ότι υπήρχε στο μυαλό μου όταν το έγραφα, είχε να κάνει με το εξής. Ότι παρόλο που υπερασπίζομαι μια θέση που λέει ότι η πολιτική δέσμευση εμπεριέχει την βούληση, την χαρά, την απόλαυση του να κάνεις κάτι, και τόσα άλλα θετικά συναισθήματα (κόντρα στις αριστερίστικες λογικές του ιεραποστολισμού και της θυσίας, που ήδη από το 60 είχαν στιγματίσει οι καταστασιακοί, κόντρα δηλαδή στον μιλιταντισμό), παρόλα αυτά πιστεύω ότι εμπεριέχει και τον κόπο, τον μόχθο, την υπευθυνότητα, πράγματα που –ας μην γελιώμαστε- έχουν ένα κόστος. Κι αυτό το κόστος, πρέπει να τον αναλάβουμε συλλογικά. Για να υπενθυμίσω την ανάγκη ανάληψης αυτού του κόστους, έγραψα την συγκεκριμένη φράση.
Από κει και πέρα, σε σχέση με το ζήτημα της ταυτότητας. Είμαι, όπως κι εσύ, ενάντια στην ταυτότητα επειδή διαλύει τις κοινότητες, επειδή δρα διαχωριστικά. Από κει και πέρα, όμως, ας μην ξεχνάμε, είμαστε ιστορικά υποκείμενα. Όσο κι αν δεν θέλω να υπερασπίζομαι μια πολιτική ταυτότητα, και για το λόγο ότι πια δεν έχει κανένα νόημα σαν τέτοια, αφού το σύστημα τις έχει αφομοιώσει όλες, από την άλλη τοποθετώ τον εαυτό μου σε μια συγκεκριμένη παράδοση αγώνων/ πρακτικών/ ιδεών της εκμεταλλευόμενης/ καταπιεζόμενης υποκειμενικότητας, που όπως και να το κάνουμε εκφράστηκε σε πολλές ιστορικές περιόδους (και με) αυτά τα σύμβολα, το κόκκινο και το μαύρο δηλαδή.
Σημαίνει παρά ταύτα αυτό υπεράσπιση ενός πράγματος που το σύστημα έχει αφομοιώσει; Βλέποντας το διαφημιστικό κοκκινόμαυρο αμάξι, που παρήγαγαν ισπανοί εργάτες στα κατειλλημένα εργοστάσια της Καταλωνίας στην διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου (υπάρχει μια τέτοια φωτογραφία στο βιβλίο του Σάιντμαν, που έχει εκδώσει το Κόκκινο Νήμα), (δεν μπορώ παρά να) χαμογελάω. Από την άλλη σκέφτομαι ότι μετά την λαίλαπα του post-modern, ακόμα και αυτή η διαδικασία αφομοίωσης, έχει καταντήσει ιδεολογία: «το σύστημα όλα τα αφομοιώνει». Ρε δεν πάτε στο διάολο..(στους post-modern καραγκιόζηδες αναφέρομαι...).
Όπως βλέπεις δεν έχω απαντήσεις. Επί του πρακτέου, αν θέλεις να μου πεις κάτι παραπάνω επ’αυτού, να το συζητήσω και με τους συντρόφους εδώ, για να μην ξαναβάλω αυτή την φράση σε μια (πιθανή) επόμενη έκδοση του βιβλίου.

Τώρα τι να σου πω για την φαντασιακή θέσμιση; Τι να σου πρώτο-πω. Το μόνο που θα σου πω είναι ότι το θεωρώ ένα χρήσιμο να διαβαστεί βιβλίο, και μόνο από το γεγονός ότι σε βάζει σε διαδικασία να σκεφτείς κάποια πράγματα. Από κει και πέρα. Πια δεν με ενδιαφέρει μια ιδεολογική πολεμική στον Κάρολο, ή στον Κορνήλιο. Πράγματι ικανοποιούμαι πια, με αυτό που σου έγραψα παραπάνω: άνθρωποι ήταν, είπαν κάποια χρήσιμα πράγματα, είπαν κάποια πράγματα που δεν είναι για μας χρήσιμα πια, κάνανε λάθη. Πάντως επέτρεψε μου να σου υπενθυμίσω κάτι : η φαντασιακή θέσμιση είναι ένα δύσκολο βιβλίο. Ένα τέτοιο βιβλίο, όπως και το Κεφάλαιο άλλωστε, δεν μπορεί να γίνει ποτέ της μόδας.Πράγματι, και το Κεφάλαιο δεν έγινε ποτέ της μόδας, ακόμα και στην Σοβιετική Ένωση, ή στην ελληνική μεταπολίτευση. Φαντάσου για παράδειγμα πόσο λίγοι άνθρωποι έχουν διαβάσει, έστω, τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Προσωπικά εγώ δεν ξέρω κανένα σύντροφο να χει διαβάσει ολοκληρωμένα τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, και κανένα επίσης να έχει διαβάσει ολοκληρωμένη την Φαντασιακή Θέσμιση. Είναι τυχαίο αυτό το πράγμα;
Αν θες να το πάω παρακάτω, οι μαρξιστές και οι κομμουνιστές δεν μαθαίνανε σχεδόν ποτέ μαρξισμό και κομμουνισμό διαβάζοντας το Κεφάλαιο, αλλά διαβάζοντας τα βιβλία σχολιασμού, κριτικής και ερμηνείας του Κεφαλαίου (γνωρίζω μια-δύο εξαιρέσεις σ’αυτό : τα πρώτα χρόνια του Σ ή Β, τα μέλη του διαβάζανε το Κεφάλαιο σε ομάδες εργασίας, όπως επίσης την ίδια δουλειά πρέπει να κάνανε κάποιες ομάδες ιταλών αυτόνομων με τα Grundrisse. Επίσης νομίζω ότι σε κάποια φάση, όπως λένε οι ίδιοι αν δεν απατώμαι, κάνανε κάτι αντίστοιχο οι Aufheben).
Για να καταθέσω και μια διαφωνία: αν δεχτούμε την σκέψη του Μαρξ, να ακολουθεί μια διαλεκτική –ας πούμε- ανάπτυξη, η αίσθηση μου λέει ότι δεν ήταν αντιφατικός, όπως υποστηρίζει ο Κορνήλιος, τουλάχιστον στα ύστερα έργα του. Αντίθετα όλο και βυθίζεται στο ντετερμινισμό. Αν πάλι, θεωρούσαμε ότι ο Μαρξ, θεωρεί ο ίδιος ενιαίο το έργο του, τότε μάλιστα, είναι ένας αντιφατικός συγγραφέας.

Τελειώνοντας να σου πω ένα πράγμα: η κριτική σου με βοήθησε να σκεφτώ ορισμένα καινούργια πράγματα, γι’αυτό την θεωρώ σημαντική. Ωστόσο δεν θεωρώ τις απαντήσεις μου ολοκληρωμένες, παρά μόνο στα βασικά τους σημεία. Νομίζω ότι δεν αντιστοιχούν σε ένα μόνο άνθρωπο, οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτεις.δεν μπορούν δηλαδή να είναι ατομικές. Μόνο συλλογικές μπορεί να είναι και αντιστοιχούν και σε μένα και σε σένα και στους κοντινούς μας συντρόφους, κι ακόμα σ’ εκείνο το κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος, που τις θεωρεί τόσο αυτές τις ερωτήσεις, όσο και αυτές τις απαντήσεις, σημαντικές.

Hobo


(1)Τι εννοεί όμως ο Κάρολος με την φράση με την «οικονομική έννοια»; Με την φράση « με την οικονομική έννοια» ο Μαρξ θέλει να πει: χρήμα, ανταλλακτική αξία. Γι’αυτό στο 17ο Κεφάλαιο (Το εμπορικό κέρδος) του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου (σελ. 371-372) ο Μαρξ, προσπαθώντας να δει από που αντλείται υπεραξία στην περίπτωση του εμπορίου (αφού εκεί δεν παράγονται αλλά πωλούνται και αγοράζονται εμπορεύματα), γράφει:

«Αυτό που δημιουργεί δυσκολίες σχετικά με τους μισθωτούς του εμπορίου δεν είναι καθόλου η εξήγηση, με ποιο τρόπο παράγουν άμεσα κέρδος για το αφεντικό τους, αφού δεν παράγουν άμεσα υπεραξία (παραλλαγμένη απλώς μορφή της οποίας είναι το κέρδος).... Παρόλο που η απλήρωτη εργασία αυτών των υπαλλήλων δεν δημιουργεί υπεραξία, δημιουργεί ωστόσο γι’αυτόν την δυνατότητα να ιδιοποιείται υπεραξία, πράγμα που σύμφωνα με το αποτέλεσμα, είναι εντελώς ίδιο για το κεφάλαιο αυτό....Όπως η απλήρωτη εργασία του εργάτη δημιουργεί άμεσα υπεραξία για το παραγωγικό κεφάλαιο, η απλήρωτη εργασία των μισθωτών του εμπορίου προμηθεύει στο εμπορικό κεφάλαιο ένα μέρος αυτής της υπεραξίας».
Επειδή δηλαδή ο Μαρξ, έχει συνεχώς στο κέντρο της ανάλυσης του το νόμο της αξίας και την σχέση εμπόρευμα, επιδιώκει να είναι συνεπής μέχρι τέλους, και να βλέπει σε κάθε στιγμή της κίνησης του κύκλου Χ-Ε-Χ (χρήμα- εμπόρευμα-χρήμα), τις θεμελιώδεις συνιστώσες αυτού του νόμου (τιμή, κέρδος, υπεραξία), συγκεκριμενοποιημένες.






Έλα αδερφέ. Λοιπόν διάβασα τα κείμενα που μου ‘στειλες. Και αυτά του ιωαννιδη και τη δική σου απάντηση. Οπότε πάρε και ένα δεύτερο οκ για τη δημοσίευση και της απάντησης, αν και δεν χρειαζόταν καν…

Καταρχήν πολύ ενδιαφέροντα όλα φυσικά και μου έβαλαν νέα ζητήματα που είτε δεν τα είχα σκεφτεί ποτέ (π.χ. το ζήτημα της αναγνώρισης του προλεταριάτου που λέει ο γ.ι.) ή δεν είχα καταπιαστεί ποτέ τόσο συγκεκριμένα. Θα σου γράψω εδώ κάποια σύντομα σχόλια, αλλά ας ξεκινήσω από κάτι άλλο. Το με πόσο προσοχή διάβασα το βιβλίο!… παίζει λοιπόν πρέπει να ομολογήσω το εξής ζήτημα όσον αφορά την επαφή μου με τη θεωρία… δεδομένου του ότι πρώτη φορά διάβασα κάτι πέρα από λενιν, μανιφέστο και πολιτική οικονομία μετά το 2006, και δεδομένου του ότι μετά το 2006 εντατικοποιήθηκε τόσο η σχολή μου όσο και η ενασχόληση μου με αγώνες στο πρακτικό επίπεδο, είναι αλήθεια ότι τα βιβλία που διαβάζω δεν τα «μελετάω» ακριβώς, αλλά κυρίως τα διαβάζω. Προσεχτικά μεν αλλά ως εκεί. Κατά συνέπεια υπάρχει μια δυσκολία στο να κάνω κτήμα μου το περιεχόμενο ενός γραπτού αν δεν ασχοληθώ ενδελεχώς με αυτό, κι ίσως αυτό να φαίνεται π.χ. σε αυτό που σου έγραψα για τη «φαντασιακή θέσμιση». Σου έγραψα λοιπόν αυτό που μου έμεινε σαν γενικό συμπέρασμα από αυτό το βιβλίο αντί για μια «σοβαρή» κριτική άποψη. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλά ακόμα πράγματα που έχω διαβάσει για τα οποία πολλές φορές μπορεί να έχω ενδεχομένως και συγκεχυμένη άποψη…

Αυτό ας πούμε συνέβη με τον Ντωβέ που κριτικάρει ο Γ.Ι. (έκλειψη) τον οποίο διάβασα μια και μόνη φορά το 2006 οπότε και μου έμεινε μια εικόνα του στυλ «ναι προβληματικά κάποια πράγματα αλλά σημαντική η κριτική στην υπεραριστερά και στην καταστασιακή διεθνή». Φυσικά αυτή η μνήμη με τον καιρό αμβλύνεται αφού διάβασα κατά σειρά τα προλεταριάτο και εργασία, το moral disorder (αυτό το χει μεταφράσει ο Γ.Ι. ? κάτι τέτοιο λέει σε μια υποσημείωση, θα του στείλω e mail), το In for a storm (αυτό πολύ πρόχειρα είναι η αλήθεια), αλλά και τελευταία την κριτική στην πολιτική αυτονομία (όπου εισάγει νομίζω και αυτήν τη «θέση» πάνω στη μορφή την οποία τον κατηγορούμε ότι παραβλέπει)-οψόμεθα: η συζήτηση π.χ. για τη δημοκρατία έχει πολύ ζουμί και στη γαλλία έχει ανοίξει για τα καλά (έχω στα υπόψιν για μελέτη και το debate troploin-theorie communiste που εκδίδει το endnotes) .Ο Γ.Ι. ειδικά όσον αφορά την υπεραριστερά βάζει πολύ σημαντικά ζητήματα, αλλά και φυσικά ισοπεδώνει τον Ντωβέ για τον ντετερμινισμό του και δικαίως απ’ ότι φαίνεται. Για τα συμπεράσματα του βέβαια το συζητάμε…
Μια μόνο παρατήρηση όσον αφορά τη μέθοδο που ισχύει και για τον καστοριάδη. Προσπαθείς λοιπόν να κάνεις κριτική στον ντετερμινισμό του μαρξ και να δείξεις πως είναι συστατικό στοιχείο της σκέψης του. Το να ξεκινήσεις βάζοντας στις προκείμενες σου το τόσο αμφιλεγόμενο (?) «παραγωγικές σχέσεις/ δυνάμεις» του προλόγου στην κριτική…, ως ντε φάκτο πυρήνα της μαρξικής σκέψης είναι νομίζω πρόβλημα. Είναι ταυτολογία, σαν να βάζεις τρικλοποδιά στον εαυτό σου και στη μέθοδο σου, όταν ξεκινάς παίρνοντας σαν δεδομένο αυτό που θες να δείξεις… Αυτή την αίσθηση μου άφησε και η φαντασιακή θέσμιση και ο Γ.Ι. χωρίς να αμφιβάλλω ωστόσο καθόλου για το ντετερμινιστικό στοιχείο της μαρξικής θεωρίας…


Παρακάτω κάποια πράγματα απ την απάντηση σου:

«Ωστόσο, υπάρχουν πράγματι σχέσεις μέσα στον καπιταλισμό, που παρόλο που είναι σχέσεις κυριαρχίας, δεν είναι ταυτόχρονα και σχέσεις εκμετάλλευσης και το αντίστοιχο. Αυτό το πράγμα, επιμένω, δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Δηλαδή η σχέση δασκάλου- μαθητή είναι μεν σχέση κυριαρχίας, δεν είναι όμως ταυτόχρονα σχέση εκμετάλλευσης. Ο δάσκαλος αποφασίζει, οργανώνει,διδάσκει,κλπ ο μαθητής υπακούει, εκτελεί, διδάσκεται. Ο δάσκαλος εργάζεται, άρα παράγει υπεραξία, είναι με την σειρά του εκμεταλλευόμενος και καταπιεζόμενος (δεν διδάσκει ότι θέλει, πρέπει να δώσει λόγο στον προϊστάμενο, κλπ). Από την άλλη, ο δάσκαλος δεν εκμεταλλεύεται τον μαθητή, δεν του αποσπά δηλαδή υπεραξία, όπως όρισα εγώ την εκμετάλλευση.»

Αυτό δεν μου αρκεί εμένα. Ειδικά αυτή η προσέγγιση σε ένα επίπεδο αμεσότητας (όχι πως περιορίστηκες εκεί). Τι πα να πει ο δάσκαλος δεν αποσπά υπεραξία? Δεν το καταλαβαίνω. Μπορεί ο δάσκαλος να μην αποσπά υπεραξία, σίγουρα όμως μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αποσπάται υπεραξία με έμμεσο τρόπο σε ένα δεύτερο χρόνο από το μαθητή, και η εκπαιδευτική σχέση αυτό εξυπηρετεί στην τελική… με την ίδια έννοια κι ο μαρξ λέει ότι η μη παραγωγική εργασία είναι έμμεσα παραγωγική. [καταλαβαίνεις ότι δεν είναι μόνο η «φτώχεια της αριστερας» που με κάνει να ενδιαφέρομαι για αυτό το ξεκαθάρισμα αλλά και η ίδια μου η φοιτητική ιδιότητα. Άλλωστε μια δουλειά που έκανα μέσα στη σχολή προσπαθούσε να δείξει τη φοιτητική δραστηριότητα ως εργασία. Τώρα πόσο «ακριβές» είναι αυτό – αφού ο φοιτητής παραγωγός του εαυτού του ως εργατική δύναμη είναι και [σε ένα πρώτο στάδιο] ιδιοκτήτης αυτού του προϊόντος- πάλι μπλέκουμε με τα άμεσα και έμμεσα και δεν το χω… Μπήκε ωστόσο κάποια στιγμή σαν ζήτημα για μένα, γιατί τον εμπειρισμό όσον αφορά το τι κάνω στο πανεπιστήμιο δεν το γούσταρα και λειτουργούσε αυτή η άποψη σαν κάποιου είδους πλάνο/στρατηγική…

Το ίδιο περίπου ζήτημα μου μπήκε όσον αφορά το εμπόρευμα στην συζήτηση για το «αντιεμπορευματικό στην ελλάδα». Τι σημασία έχει αν το τάδε πράγμα είναι εμπόρευμα, σημασία έχει το αντικείμενο ενταγμένο στην εμπορευματική σχέση εν γένει και όχι στην ειδική-συγκεκριμένη σχέση παραγωγής του…

Πάντως το πιάνεις ωραία το ζήτημα και όπως γράφεις δεν χρειάζεται και να τρελαθούμε κιόλας, αν καταλαβαίνουμε για ποιο πράμα μιλάμε… [εδώ πρέπει να ξαναδιαβάσω την άποψη σου για την κεντρικότητα της εργασίας πάντως να δω τι λες ακριβώς]

Τελοσπάντων. Μπερδεμένα τα γράφω ίσως… πάμε παρακάτω

Εξάλλου υπάρχει και το ζήτημα της «άρνησης της εργασίας».
Είναι φανερό ότι σε ένα αφηρημένο επίπεδο αυτές οι αρχές που προβάλλονται, έχουν την ίδια αξία με τις αρχές «κάτω το κράτος», «κάτω το κεφάλαιο». Στην συγκεκριμένη πραγματικότητα όμως συνιστούν ξεκάθαρη ιδεολογία. Γιατί;
Γιατί απλούστατα την άρνηση της εργασίας, την έχει εφαρμόσει σήμερα η καπιταλιστική σχέση σε όλο το μεγαλείο της και μάλιστα με την βία: «Δεν υπάρχει δουλειά, κόψτε το κεφάλι σας». Μάλιστα όσο βαθαίνει η κρίση, η ανεργία, θα διογκώνεται όλο και περισσότερο. Ποιος εφεδρικός στρατός; Εδώ υπάρχει κρίση!. Έτσι λένε τα αφεντικά. Άντε τώρα εσύ να υπερασπιστείς την άρνηση της εργασίας. Μ’άλλα λόγια αυτό το σύνθημα ανήκει στην εποχή του φορντισμού και των μεγάλων αγώνων που έδιναν στις δεκαετίες 60-70 οι βιομηχανικοί εργάτες και εργάτριες, δηλαδή φιγούρες με μια σταθερή/ εξασφαλισμένη θέση εργασίας σε μια συγκεγκριμένη κοινωνικό- ιστορική συνθήκη, αυτή της κεϋνσιανής ρύθμισης και του κράτους πρόνοιας, απόρροια και απάντηση ταυτόγχρονα σ’αυτούς τους αγώνες. Πως μπορεί να ακουστεί σήμερα αυτό το σύνθημα σε συνθήκες κρίσης, μαζικής ανεργίας, επισφάλειας, υποτίμησης της εργασίας, κλπ; Γραφικό τουλάχιστον....

Σε όλη αυτή την παράγραφο υποθέτω εννοείς την «άρνηση της εργασίας» με εισαγωγικά παντού, με την έννοια που χρησιμοποιείται ο όρος από τον α/α χώρο… αλλιώς κάτι δε μου κάθεται.

Για τους αγώνες με εκτονωτικό χαρακτήρα. Αναφέρομαι κυρίως στην τέταρτη επιστολή της εξόριστης επιτροπής της σορβόννης απ το anitCPE. Ντάξει σνομπαρίες και ίσως και «εξωτερικοί» οι τύποι από τα όσα έχω μάθει, αλλά η άποψη με προβλημάτισε…
Τώρα εδώ παίζει πρόμπλεμ σ’ αυτό που λες στην απάντηση σου «Η μόνη περίπτωση που τα αφεντικά πριμοδοτούν ένα αγώνα, προκειμένου να εκτονωθεί, η οποία μπορώ να φανταστώ, είναι όταν φοβούνται την έλευση των αυθεντικών ξεσπασμάτων.» . Μα ίσως εδώ πρέπει να μιλήσουμε – για το φοιτητικό τουλάχιστον- για τους γραφειοκράτες και τον εκτονωτικό ρόλο των υποκινούμενων κινητοποιήσεων [αυτά βέβαια που λέω σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στο ελληνικό παράδειγμα του κινήματος 2006-07] και την ντεμέκ απείθαρχη κουλτούρα των φοιτητών. Εκεί έγκειται ο από την αρχή ως το τέλος τελετουργικός χαρακτήρας ενός φοιτητικού αγώνα(?) αυτά απλά έβαλα ως παραμέτρους προς συνεκτίμηση. Για τα λοιπά κινήματα δεν έχω κ παραδείγματα, οπότε …γαργάρα.

Τέλος για τα κοκκινόμαυρα μεροκάματα. Εγώ φίλε κατάλαβα ότι αναφερόσουν στη χρηματοδότηση του βιβλίου!!! Οπότε πήγες στο γιαπί και εφόσον διέθεσες το μεροκάματο για το βιβλίο αυτό έγινε αυτόματα κοκκινόμαυρο!!! Χαχαχαχα
Ντάξει η προσέγγιση σου με καλύπτει. Απλά να δεις αν γίνεται κατανοητό έτσι όπως το εννοείς…

Αυτά τα ολίγα και μπερδεμένα αδερφέ.
Keep in touch
Αρσέν